
Κεφάλαιο 1
Η ζωή είναι πάντα δύσκολη στο γκέττο, κι ακόμα πιο δύσκολη όταν είσαι γυναίκα. Σ’ έναν κόσμο όπου ο χρόνος είναι κυριολεκτικά χρήμα κι όπου δεν μπορείς να βασίζεσαι σε κανέναν άλλον για την επιβίωσή σου, αναγκάζεσαι να κάνεις τα πάντα, να χάσεις τα πάντα, προκειμένου να κρατηθείς ζωντανός.
Η Κόρρα δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι μια μάλλον μικροσκοπική, αδύνατη κοπελίτσα, που μόλις πάτησε τα 25 αλλά μοιάζει για 19. Θα παραμείνει 25 –τουλάχιστον εμφανισιακά- μέχρι να πεθάνει –ή για να μιλάμε πιο σωστά, μέχρι να τελειώσει ο χρόνος στο ρολόι της. Δεν είναι εντυπωσιακά όμορφη. το μόνο ωραίο που έχει πάνω της είναι τα πυκνά μαύρα μαλλιά της. Το δέρμα της είναι υπερβολικά χλωμό, τα μελιά της μάτια είναι θαμπά και ανέκφραστα. Σβησμένα. Ίσως φταίνε τα χρόνια στο πεζοδρόμιο, αλλά αν τη ρωτήσεις δεν θα ξέρει να σου απαντήσει. Δεν είναι κάτι που θέλει να κάνει. Για την ακρίβεια, το σιχαίνεται: σιχαίνεται να την αγγίζουν, να την χρησιμοποιούν. Και πάνω απ’ όλα μισεί το γεγονός πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Τότε γιατί το κάνει, θα ρωτήσετε. Γιατί χρωστάει. Ή τουλάχιστον αυτό της φύτεψαν στο μυαλό οκτώ χρόνια πριν. Κάποτε είχε κι αυτή μια οικογένεια, γονείς, έναν αδερφό. Και ξαφνικά χάθηκαν όλοι, ο χρόνος τους κλεμμένος μέχρι τέλους, και τη θέση τους πήρε ένα τέρας, κάποιος που το έπαιζε οικογενειακός φίλος. Η Κόρρα είναι σίγουρη πως αυτός έβγαλε τους δικούς της απ’ τη μέση, όμως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί κράτησε ζωντανή την ίδια. Θα έβρισκε παντού κοπέλες πιο πρόθυμες από αυτήν να πουλήσουν το κορμί τους.
Αλλά όχι. Έπρεπε να διαλέξει εκείνη. Που ποτέ πριν δεν είχε βρεθεί με άντρα. Έπρεπε να την τρομοκρατήσει, να την βιάσει, να την ξεσκίσει μέσα κι έξω κι έπειτα να την σπρώξει στο δρόμο λέγοντας πως είναι τυχερή που είναι ακόμα ζωντανή, πως ζει χάρη σ’ αυτόν, πως του χρωστάει.
Κι έτσι ό,τι χρόνο κερδίζει κάθε νύχτα, τον δίνει σ’ εκείνον. Της αφήνει μόνο λίγες ώρες, ίσα για να την υποχρεώνει να ξαναπάει στη δουλειά. Όταν το ρολόι της δεν είχε αρχίσει ακόμα να μετράει αντίστροφα, δεν μπορούσε να της πάρει περισσότερο χρόνο απ’ όσο είχε ήδη ζήσει, κι έτσι τώρα την ξεζουμίζει.
Από τους καθημερινούς βιασμούς, έχει μείνει τρεις φορές έγκυος. Κι όχι επειδή δεν πρόσεχε. Αλλά μέσα σε οκτώ χρόνια, όλο και κάπου θα γίνει η στραβή. Την πρώτη φορά, ήταν 18 και όταν το ανακάλυψε ο «προστάτης» της, την έδειρε τόσο πολύ που απέβαλε. Τη δεύτερη φορά το έριξε μόνη της, πίνοντας τσάι απήγανου που είχε φυλαγμένο η μάνα της. Ήταν 21. Την τρίτη φορά, μόλις πέρσι, απέβαλε ενώ βρισκόταν με πελάτη, ο οποίος έφυγε οργισμένος, βρίζοντας και χωρίς να την πληρώσει. Σαν να μην έφτανε αυτό, έφαγε και ξύλο μόλις γύρισε σπίτι. Ποτέ δεν έχει καταφέρει να του πει ψέματα ή να του κρύψει κάτι. Φυσικά για νοσοκομείο ούτε λόγος, είναι πολύ ακριβό. ό,τι έκανε για να αναρρώσει το έκανε μόνη της.
Απόψε η Κόρρα είναι όπως πάντα στο πεζοδρόμιο, κοντά στα σύνορα της Χρονικής Ζώνης 12. Κάνει κρύο και τα αποκαλυπτικά της ρούχα δεν την ανακουφίζουν. Στέκεται και περιμένει τους πελάτες, στωικά, ανέκφραστα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο που έκλεψε την προηγούμενη νύχτα απ’ το σακάκι ενός από δαύτους. Ξεφυσάει τον καπνό αργά, χαζεύοντας τους στροβίλους που κάνει στον αέρα, και περιμένει.
Μερικές φορές εύχεται να της επιτεθεί κάποιος, να της πάρει το χρόνο και να την αφήσει να πεθάνει. Αλλά οι ληστές χρόνου δεν επιτίθενται σε πόρνες, τις θεωρούν συναδέλφους και τις αφήνουν στην ησυχία τους. Θα ήθελε να φύγει, αλλά είναι αδύνατον. Μόνο τα διόδια ανάμεσα στις ζώνες κοστίζουν σχεδόν όσο όλος ο χρόνος ενός κατοίκου του γκέττο. Και πέρα απ’ αυτό, χρειάζονται ένα σωρό χαρτιά για να μπορέσει να φύγει κάποιος, και στην περίπτωσή της, ακόμα και να ‘φευγε δεν θα ‘χε πουθενά να πάει.
Είναι τόσο χαμένη στις σκέψεις της που δεν προσέχει το μαύρο, γυαλιστερό αυτοκίνητο που σταματάει μπροστά της. Ξυπνάει μόνο όταν ακούει τον ήχο του αυτόματου παραθύρου που ανοίγει. Σκύβει να κοιτάξει μέσα, και το βλέμμα της καρφώνεται σε δύο παγωμένα γαλάζια μάτια.
«Χρονοφύλακας Ρέιμοντ Λίον», συστήνεται ο άντρας, δείχνοντας το σήμα του.
«Κόρρα Ριντ», αποκρίνεται εκείνη, νιώθοντας υποχρεωμένη να πει και το επίθετό της, κι αμέσως δαγκώνεται. Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να την πάει μέσα ή ακόμα χειρότερα να της κατασχέσει το χρόνο.
Βέβαια, εκείνος δεν φαίνεται να έχει διάθεση για τίποτα απ’ τα δύο.
«Ερευνούμε μια υπόθεση στη Ζώνη 12», την ενημερώνει. Έχει βαθιά, ζεστή φωνή. Η Κόρρα δεν θυμάται καν την τελευταία φορά που άκουσε κάτι παρόμοιο. Οι φωνές των αντρών στο γκέττο είναι στριγγές, ψευτομάγκικες και πολλές φορές κλαψιάρικες. «Μήπως έχεις ακουστά κάποιον Τζακ Μπρεντ;»
Η Κόρρα παγώνει μόλις ακούει το όνομα. Ρίχνει μια ματιά γύρω της, να δει αν την ακούνε ή τη βλέπουν, κι έπειτα γνέφει καταφατικά μια φορά, πολύ αργά.
«Δεν μπορείς να μιλήσεις;»
Γνέφει ξανά, «όχι» αυτή τη φορά. Ο Λίον αμέσως υψώνει τη φωνή του κι αλλάζει θέμα.
«Πόσο χρεώνεις;»
«15 λεπτά την ώρα», απαντάει τρέμοντας εκείνη. Ο Λίον της κάνει νόημα να μπει στο αμάξι. Μόλις κάθεται στη θέση του συνοδηγού, εκείνος κλειδώνει τις πόρτες και κλείνει τα παράθυρα.
«Τώρα μπορείς να μιλήσεις», της λέει καθώς βάζει μπροστά τη μηχανή.
Η Κόρρα δεν απαντάει αμέσως, αλλά όταν το κάνει, η φωνή της μόλις που ακούγεται. «Είναι ο προστάτης μου.» Και βγάζει τα σώψυχά της στον Χρονοφύλακα, σαν να πρόκειται για έναν πολύ καλό της φίλο. Δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ στη ζωή της, αλλά νιώθει πως θα είναι ασφαλής. Μπορεί να φταίνε τα μάτια του γι’ αυτό.
«Υποψιάζεσαι πως ο Μπρεντ σκότωσε τους δικούς σου;» τη ρωτάει όταν τελικά σωπαίνει.
«Ναι, αλλά δεν ξέρω γιατί. Η μητέρα μου τον είχε αναφέρει μια φορά σαν παλιό φίλο, τίποτα άλλο. Δεν ξέρω τι διαφορές θα μπορούσαν να έχουν.»
Ο Λίον μένει σιωπηλός για λίγη ώρα, σαν κάτι να σκέφτεται. Στο τέλος λέει:
«Μη σου ξεφύγει κουβέντα γι’ αυτό στον Μπρεντ. Θα σε βοηθήσουμε να ξεφύγεις. Υπάρχει πιθανότητα να είναι μπλεγμένος σε ναρκωτικά, λαθρεμπόριο, φόνους, να έχει κι άλλες κοπέλες που να εκμεταλλεύεται.»
Η Κόρρα κουνάει το κεφάλι της. «Δεν έχω δει καμία άλλη τις ώρες που είμαι σπίτι. Βέβαια κι αυτός λείπει συνεχώς αλλά πάντα υπέθετα πως μπεκροπίνει, γιατί όποτε τον βλέπω είναι μεθυσμένος.»
«Αυτό δε σημαίνει πως δεν κάνει και τίποτα άλλο», επισημαίνει ο Χρονοφύλακας και σταματάει το αυτοκίνητο σε μια γωνιά του δρόμου. Σηκώνει το αριστερό του μανίκι και ρίχνει μια ματιά στο ρολόι. «Πόσο χρόνο έχεις;»
Εκείνη μιμείται τις κινήσεις του. «Τρεις ώρες.»
Ο Λίον δεν απαντά, μόνο πιάνει το χέρι της και το γυρνάει, φέρνοντας τον καρπό του πάνω στον δικό της. Ο χρόνος φεύγει απ’ το ρολόι του και περνάει στο δικό της, κι η Κόρρα καταλαβαίνει πως της δίνει παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε. Τραβάει το χέρι της τρομαγμένη.
«Μην το κάνεις.»
«Γιατί φοβάσαι; Πες πως είχες έναν παραπάνω πελάτη.»
«Δεν μπορώ. Θα το καταλάβει. Πάντα το καταλαβαίνει όταν λέω ψέματα.»
Χαμογελάει λίγο κοροϊδευτικά. Τα χείλη του είναι όμορφα και σαρκώδη, ταιριάζουν στο γωνιώδες πρόσωπό του. «Μα δεν λες ψέματα. Απλά κρύβεις την αλήθεια.»
Προφανώς είναι άνθρωπος στον οποίο δεν ωφελεί να φέρνεις αντιρρήσεις, οπότε απλά γνέφει. «Ευχαριστώ.»
Τα μάτια του, πάντα κρύα, πέφτουν πάνω στις μελανιές που έχει στα μπράτσα, στα πόδια. «Αυτός σε έκανε έτσι;»
Εκείνη, ντροπιασμένη, προσπαθεί να τις κρύψει, αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο με τόσο λίγα ρούχα. «Ναι. Με δέρνει ακόμα κι όταν δεν υπάρχει λόγος.»
Ο Λίον μουρμουρίζει κάτι μέσα απ’ τα δόντια του, χωρίς να τον ακούσει η κοπέλα. Έπειτα, η φωνή του ανεβαίνει ξανά στα φυσιολογικά της επίπεδα. «Θα επικοινωνήσω μαζί σου όταν θα έχω νεότερα. Να προσέχεις.»
Όταν η Κόρρα κατεβαίνει απ’ το αυτοκίνητο, εκείνος της γνέφει μέσα απ’ το τζάμι και φεύγει πατώντας το γκάζι. Η υπόλοιπη νύχτα περνάει με τον συνηθισμένο της ρυθμό. Άντρες έρχονται και φεύγουν, και στο τέλος έχει μαζέψει αρκετό χρόνο ώστε να μπορεί να καλύψει τα 15 επιπλέον λεπτά.
Την ώρα που γυρίζει σπίτι έχει σχεδόν ξημερώσει. Ο Μπρεντ κοιμάται ροχαλίζοντας στο κρεβάτι των γονιών της. Βρωμάει φτηνή μπύρα και κάτουρο. Του ρίχνει μια αθόρυβη μούντζα, μπαίνει στο δωμάτιό της και πέφτει εξαντλημένη για ύπνο.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Lady Melisandre στις Πεμ Σεπ 19, 2013 1:17 am, 1 φορά