Ο ήλιος ήταν ακόμα στον ουρανό όταν το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο Αεροδρόμιο Χήθροου, όπως ανήγγειλε. Τόσες νέες πληροφορίες, τόσο μεγάλη εξέλιξη. Είχα να πετάξω σχεδόν εκατό χρόνια, και η πρώτη μου φορά μετά από αυτό το διάστημα δεν προερχόταν από την φυσική μου ικανότητα. Αλλά πάλι, το Λονδίνο, και γενικά ο κόσμος συνέχιζε να αναπτύσσεται.
Το αεροδρόμιο μου φάνηκε τεράστιο. Άλλη μεγάλη αλλαγή: τα μεγέθη. Ωστόσο η φυσική μου αίσθηση προσανατολισμού, ακόμα και ως άνθρωπος ήταν πάντα άριστη. Βρήκα τον δρόμο μου για την έξοδο. Είχα κάνει το διάβασμά μου: Από εδώ έπρεπε να πάρω τον υπόγειο σιδηρόδρομο, κάτι που μου φάνηκε απίστευτα καινοτόμο, και να συνδεθώ με τον σιδηροδρομικό σταθμό. Ωστόσο, κάτι μέσα μου διψούσε για το Λονδίνο. Ίσως ήταν οι χρυσές μέρες που ο Τζον κρατούσε εποχιακή αυλή μέσα στο Λονδίνο, όπως το αποκαλούσαν τώρα. Μάλιστα η αγορά τους ήταν χωρισμένη σε τρία τμήματα, κάτι που υπογράμμισε ξανά την αλλαγή μεγεθών. Θα μπορούσα να τρέξω ως τον προορισμό μου, ωστόσο έπρεπε να αρχίσω να φέρομαι σαν άνθρωπος, όταν έμαθα από τον Γκρεγκ πως η επιστήμη της φωτογραφίας είχε εξελιχθεί τόσο πολύ ώστε η φωτογραφία να έχει συνεχή ροή εικόνας και ήχου και να αναπαριστά με ακρίβεια την πραγματική ζωή. Οι συσκευές αυτές ονομάζονταν βιντεοκάμερες και πλέον αποτελούσαν την κύρια ασφαλιστική προφύλαξη. Το πρόσωπό μου και το σώμα μου μπορούσαν να απαθανατιστούν και να μεταφερθούν χιλιόμετρα μακριά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, με την βοήθεια του παγκόσμιου ιστού, ενός επίσης τελείως νέου μέσου. Έπρεπε να εξοικειωθώ με τον κόσμο του σήμερα. Παίρνοντας την απόφασή μου, κατευθύνθηκα προς την έξοδο των ταξί. Τόσος πολύς κόσμος, τόσο οργανωμένο και κατατοπιστικό κτίσμα. Προσπάθησα να μην κοιτώ σαν μικρό παιδί κάθε καινοτόμο για μένα πράγμα, αλλά να περιεργάζομαι τα πάντα με συνηθισμένο ενδιαφέρον. Το είδος μου οφείλει να τελειοποιεί τέχνες σαν και αυτήν. Ο χρόνος και ο χώρος μπορεί να αλλάξουν δραστικά.
Ζήτησα από τον οδηγό του ταξί να με πάει στο παλάτι του Μπάκινγκχαμ. Είχα την ευκαιρία να το επισκεφθώ την χρονιά που κατασκευάστηκε για τον Σέφιλντ Μπάκινγκχαμ, το 1703, μερικούς μήνες πριν φύγω οριστικά από την Ευρώπη. Επέστρεψα βέβαια στο τέλος του 19ου αιώνα, αλλά όχι στην Αγγλία. Ένας εξαιρετικός νέος ονόματι Σίγκμουντ Φρόυντ ήταν το πιο καινούριο εύρημα στην επιστήμη της ψυχιατρικής. Τον παρακολούθησα μέχρι το 1900 περίπου, αυτόν και την βιεννέζικη όπερα, με την οποία είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ. Μετά έφυγα ξανά για την Αμερική, από όπου επέστρεφα στην Ευρώπη μόλις σήμερα.
Περνώντας τους δρόμους, ανασήκωσα το καπέλο που φορούσα, και μετά αποφάσισα να το βγάλω τελείως. Το Λονδίνο του 2013 ξεχείλιζε από ζωή και κίνηση. Τόσο είχε αλλάξει, με τα νέα κτίριά του, τα μαγαζιά του, τους δρόμους, την νέα μόδα, τις τεράστιες οθόνες κι όμως, έμεινε τόσο… ίδιο. Φτάνοντας στο πάρκο Σαίντ Τζέημς, ζήτησα από τον οδηγό να με αφήσει εκεί. Προτιμούσα να περπατήσω την απόσταση. Βγήκα από το ταξί και πήρα μια βαθιά ανάσα. Τα μεγέθη γύρω μου μπορεί να είχαν αλλάξει, ακόμα και στα μεγέθη. Είχα ακούσει πως ο Γεώργιος Δ’ είχε κάνει νέες προσθήκες στο παλάτι, αλλά δεν είχα την ευκαιρία να τις δω. Οι νέες πτέρυγες δέσποζαν στις γωνίες του παλατιού, τόσο έντεχνα ενταγμένες που δεν καταλάβαινες την διαφορά. Αν ήσουν άνθρωπος τουλάχιστον. Ακόμα και από τα 500 μέτρα απόστασης μπορούσα να διακρίνω τα σημάδια φθοράς στην πέτρα και να αναγνωρίσω την εξηντάχρονη σχεδόν διαφορά ηλικίας ανάμεσα στο αρχικό κάστρο και στις προσθήκες.
Δεν επιχείρησα να μπω. Υπερβολικά πολύς κόσμος, και από ό, τι είδα ξανά, βιντεοκάμερες, και μάλιστα δύο ειδών. Στους εξωτερικούς χώρους υπήρχαν μαύροι γυαλιστεροί γλόμποι, αλλά από την πύλη και, υποθέτω πιο μέσα, υπήρχαν άσπρες, μακρόστενες βιντεοκάμερες. Και φρουροί. Παντού φρουροί της αγγλικής φρουράς, κάνοντας τα πάντα για να επιτύχουν την απόλυτη ακινησία. Μπορούσα να ακούσω τις ανάσες τους, μπορούσα να δω τις απειροελάχιστες μετατοπίσεις βάρους, ή αλλαγές όγκου γύρω τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ακίνητοι. Η ακινησία δεν είναι χαρακτηριστικό των ζωντανών. Μόνο το είδος μου ήταν ικανό στην ακινησία, στην απόλυτη καταστολή οποιασδήποτε σωματικής αλλαγής για χρόνια, για αιώνες…
Κοίταξα γύρω μου. Αποκλείοντας την επιλογή της επίσκεψης στο Μπάκινγκχαμ, αποφάσισα να συνεχίσω με τον εκσυγχρονισμό μου. Αγόρασα έτοιμο καφέ. Τι ντροπή, θα έλεγε η μητέρα μου, αν μία λαίδη του γένους και της ανατροφής μου αγόραζε οποιοδήποτε είδος τροφής για τον εαυτό της, και μάλιστα, παρασκευασμένο από ξένα χέρια. Ευτυχώς που δεν έζησε καν να δει την ανατολή του 13ου αιώνα. Μία γυναίκα δεν πρέπει να ζει παραπάνω από τον άντρα της για πολύ. Αυτή ήταν η σημαντικότερη συμβουλή που είχε να μου δώσει, είπε, και πέθανε σαν αξιοπρεπής σύζυγος μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα μου, το 1189. Κάποιοι είπαν από μεγάλη θλίψη, και κούνησαν με σεβασμό τα κεφάλια τους στην κηδεία της σεβαστής Χεηγουίζ ντε Μπόμοντ, γυναίκας του Ουίλλιαμ Φιτζ Ρόμπερτ, 2ου Κόμη του Γλόστερ. Εγώ πάλι ήμουν έτοιμη να γελάσω, ακριβώς επειδή θυμόμουν εκείνη την συμβουλή της, την καλύτερη συμβουλή της, όπως μου είχε πει.
Έκλεισα τα μάτια μου και διεύρυνα την ακοή μου. Ήξερα τι έψαχνα, το είχα ακούσει στο αεροπλάνο και στο Χήθροου πιο έντονα. Ένας οξύς, λεπτός ήχος, λείος σαν κλωστή. Εκεί. Έφερα τον ήχο στο κέντρο της ακοής μου. Δεν ήταν λείος, όσο μεγέθυνα. Ήταν μικροσκοπικά κύματα, ενωμένα. Υπήρχαν άπειρες τέτοιες γραμμές, που αποτελούντα από εξίσου άπειρα μικροσκοπικά κύματα παντού γύρω μου, συνειδητοποίησα. Απομακρύνθηκα από τον ήχο αρκετά ώστε οι γραμμές να ξαναγίνουν λείες. Άνοιξα τα μάτια μου και ακολούθησα τον κοντινότερο ήχο. Δύο τετράγωνα αργότερα, βρέθηκα μπροστά σε μία είσοδο κτιρίου με μια πινακίδα που έγραφε «Υπολογιστές προς χρήση». Έκανα να μπω, αλλά δεν μπορούσα να εισέλθω. Προφανώς το κτίριο αυτό δεν άνηκε στο κράτος αλλά σε ιδιώτη. Χτύπησα την ήδη ανοιχτή πόρτα, κάτι που μου φάνηκε άστοχο, αλλά ήταν ο μοναδικός τρόπος να εισέλθω. Από μέσα διαισθάνθηκα την παρουσία τουλάχιστον 30 ατόμων, ο πιο προσιτός μου στα 15 μέτρα. Η απόσταση αυτή άρχισε να μικραίνει. Τα βήματα ήταν ελαφριά και ο τρόπος βαδίσματος σίγουρα γυναικείος. Μια υγιής, τριαντάχρονη γυναίκα με βαμμένα μαλλιά και αίμα τύπου Α θετικό (αρκετά ασυνήθιστο) θα εμφανιζόταν σε λιγότερο από 8 δευτερόλεπτα μπροστά μου. Πράγματι, η γυναίκα, πιο ψηλή από εμένα, με βαμμένα σκουρόξανθα μαλλιά και ανοιχτά γαλάζια μάτια στάθηκε μπροστά μου.
«Καλησπέρα σας. Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» με ρώτησε, με μια μαλακή, μέτζο φωνή.
Στεκόμουν εκεί, προφανώς αδαής για το πρωτόκολλο συζήτησης που εμφανιζόταν μπροστά μου και έπρεπε να ελέγξω.
«Καλό σας απόγευμα. Έμαθα πως αυτό είναι το μέρος για να μου δοθεί πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.»
«Φυσικά. Παρακαλώ, περάστε» μου είπε, χωρίς να χρειαστεί να ζητήσω την άδεια. Ευτυχώς που η κοινωνική μου ακαμψία έκανε την κοπέλα πιο καθοδηγητική και καταδεκτική. Η υποβολή δεν θα με βοηθούσε εδώ. Η μοναδική αδυναμία της ήταν η ανεπάρκειά της να δώσει πρόσβαση στο είδος μου στα σπίτια των ανθρώπων.
Καθώς η κοπέλα με καθοδηγούσε στην υποδοχή, έβλεπα γύρω μου σειρές από τετράγωνες οθόνες και ορθογώνια μηχανήματα δίπλα τους. Ο κόσμος που καθόταν στις καρέκλες μπροστά από τους υπολογιστές, κοιτούσε με αχανές βλέμμα στις οθόνες του. Μου θύμισε την υποβολή, την υπνωτιστική ιδιότητα που είχαν τα μάτια των ανθρώπων όταν επέβαλα την θέλησή μου πάνω σε αυτούς.
«Οι υπολογιστές σας έχουν πρόσβαση στον παγκόσμιο ιστό;» ρώτησα την κοπέλα που περπατούσε ένα βήμα πιο μπροστά από εμένα.
«Φυσικά. Όλα τα καταστήματα παροχής υπολογιστών έχουν πρόσβαση στον ίντερνετ, τοπικό και παγκόσμιο.»
Φτάνοντας στην υποδοχή, μου έδωσε νούμερο υπολογιστή και με άφησε στην τύχη μου. Εντόπισα τον υπολογιστή που μου δόθηκε και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Στο τέλος της σειράς, βρήκα έναν νεαρό, και πριν κάτσω στον υπολογιστή μου, πήγα πρώτα προς αυτόν. Τον άγγιξα ελαφρά στον ώμο. Αυτός τινάχτηκε ελαφρά, και γύρισε να με κοιτάξει, μετακινώντας τα καστανά μαλλιά του από τα μάτια του για να με δει.
Θέλω να με ακολουθήσεις εκεί που πηγαίνω και να καθίσεις δίπλα μου, σαν να με γνωρίζεις.
Ο νεαρός έβγαλε μία ογκώδη συσκευή από τα αυτιά του και με ακολούθησε χαμογελώντας. Έκατσα στην πολυθρόνα, η οποία περιστρεφόταν μάλιστα, και αυτός έκατσε δίπλα μου.
Θέλω να μου πεις ό, τι γνωρίζεις για την χρήση των υπολογιστών μέσα σε τριάντα λεπτά.
Ο νεαρός χαμογέλασε πλατύτερα και ήρθε πιο κοντά μου, παίρνοντας την μικρότερη συσκευή στα δεξιά μου στο χέρι του.
Μισή ώρα αργότερα, πήρα τον νεαρό μαζί μου στο λουτρό, το οποίο μόνο λουτρό δεν ήταν, κάτι που με βοηθούσε πολύ περισσότερο. Κλείδωσα την πόρτα πίσω μου και στράφηκα στο αγόρι δίπλα μου.
«Πως σε λένε;»
«Τόμμι» απάντησε αυτός.
«Τόμμι, μην κάνεις καθόλου θόρυβο. Δεν θα νιώσεις καθόλου πόνο», είπα, και οι κυνόδοντές μου, ελεύθεροι πλέον βυθίστηκαν λίγο πιο κάτω από την καρωτίδα του. Αίμα, πυκνό και ζεστό, η ίδια η ζωή γέμισε το στόμα μου, τον οισοφάγο μου, το στομάχι μου, όλο μου το σώμα. Ένιωσα να μπαίνει μέσα μου η ουσία της ζωής. Ένιωσα εκστατική.
Αποκολλήθηκα, αφού δάγκωσα την γλώσσα μου και άφησα λίγο αίμα στις πληγές του. Τις ένιωσα να κλείνουν. Γύρισα να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Το στόμα μου παρέμεινε καθαρό, η επιδερμίδα γύρω του άσπιλη. Το ίδιο και το δέρμα στον λαιμό του Τόμμι. Το μόνο πράγμα που μαρτυρούσε τι είχε γίνει ήταν τα μάτια μου. Το σμαραγδί της ίριδας γυάλιζε, σαν πετράδι. Ένας του είδους μου θα καταλάβαινε αμέσως ότι είχα τραφεί. Ένας άνθρωπος απλά θα νόμιζε πως είχα μεγάλα, γυαλιστερά μάτια. Γύρισα προς τον Τόμμι.
«Θέλω να ξεχάσεις την τελευταία ώρα που πέρασε. Ποτέ δεν γνωριστήκαμε. Ποτέ σου δεν με είδες. Αν σε ρωτήσει κανείς, ήρθες εδώ για να ασχοληθείς με τον υπολογιστή σου, στον οποίο θα επιστρέψεις αμέριμνος μόλις βγω από αυτή την πόρτα.»
Ο Τόμμι δεν μίλησε. Μονάχα έγνεψε καταφατικά. Ξεκλείδωσα, και βγήκα για να πληρώσω για τον υπολογιστή μου.
Μόλις βγήκα έξω από το κτίριο, πήρα μια βαθιά ανάσα. Ο κόσμος γύρω μου είχε αλλάξει. Μπορούσα να δω τα αστέρια στον ουρανό, με τον ήλιο ακόμα πάνω. Μπορούσα να ακούσω μια τηλεφωνική συζήτηση χιλιόμετρα μακριά. Άκουγα τον Τάμεση, από την μία άκρη του ως την άλλη. Άκουγα συζητήσεις ανθρώπων, ταυτόχρονα, την μία πάνω στην άλλη. Ο αέρας είχε γίνει ζωντανό πράγμα γύρω μου.
Τελικά ο Τζόνσον είχε δίκιο. Αν έχεις βαρεθεί το Λονδίνο, έχεις βαρεθεί την ζωή.