A Forum of Ice and Fire

Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Το πρώτο ελληνικό φόρουμ για τον κόσμο του A Song of Ice and Fire και την σειρά Game of Thrones του HBO

Μην το μετακινείτε γιατί δεν φαίνεται η πρώτη είδηση!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Καλώς ήρθες, Επισκέπτης!
Είδατε τον 5ο κύκλο και μείνατε έτσι Shocked + scared + Crying or Very sad ;;; Σας περιμένουμε εδώ για συζήτηση και θεωρίες!
Θα τελειώσει ποτέ ο Martin το Winds of Winter;
Τα μέλη της κοινότητας μας είναι 165, διαδώστε μας για να γίνουμε περισσότεροι!

    Μια ιστορία χωρίς τέλος

    Nïx
    Nïx
    Φύλακας της Δύσης
    Φύλακας της Δύσης


    Αριθμός μηνυμάτων : 3003
    Ημερομηνία εγγραφής : 04/05/2012
    Ηλικία : 30
    Τόπος : King's Landing

    Armory
    : Lannister Lannister

    Μια ιστορία χωρίς τέλος Empty Μια ιστορία χωρίς τέλος

    Δημοσίευση από Nïx Τετ Σεπ 25, 2013 2:10 am

    Αυτή είναι μια ιστορία χωρίς τέλος. Δεν είναι χαρούμενη, ούτε κερδίζουν οι καλοί. Είναι απλά μια ιστορία χωρίς τέλος.


    2013


    Άκουσα, πριν δω. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που με έκανε να καταλάβω πως ξύπνησα.
    Ξύπνησα. Για πρώτη φορά ένιωθα απολύτως ξύπνια. Γύρω μου άκουγα τα πάντα, αλλά τι ήταν όλα αυτά; Περίεργοι ήχοι που δεν είχα ξανακούσει. Βουητά. Κάτι σαν... νότες. Κόρνα;

    Μύρισα. Γύρω μου υγρασία. Ήταν σίγουρα νύχτα. Αποφάσισα να ανοίξω τα μάτια μου. Η ταπετσαρία του φερέτρου μόλις μερικά εκατοστά μακρυά, είχε γεμίσει μούχλα. Μούχλα την οποία ανέδιδα εγώ εδώ και... δεν μπορούσα να καταλάβω πόσος καιρός είχε περάσει. Μύρισα ξανά: Χρόνια, σίγουρα. Δοκίμασα να κουνηθώ. Τα δάχτυλά μου είχαν γίνει σκόνη. Ανασήκωσα τον ώμο μου. Η κλείδωση ράγισε, ένιωθα τα κομματάκια να γίνονται στάχτη. Αποφάσισα να μην επιχειρήσω να στρίψω την κλείδωση.

    Πετάρισα τα μάτια μου, επιχειρώντας να δω το κλείδωμα του φερέτρου στα αριστερά μου. Οι βλεφαρίδες μου έπεσαν μέσα στο μάτι μου. Δοκίμασα να φυσήξω, αλλά το στόμα μου είχε γεμίσει πεσμένα δόντια.
    Έπρεπε να τραφώ, άμεσα. Που βρισκόμουν όμως; Και, ακόμα σημαντικότερο, πόσο μακρυά βρισκόμουν από ανθρώπους;

    Έκλεισα τα πάντα γύρω μου, επικεντρώθηκα στην ανθρώπινη παρουσία κοντά μου... κσι αισθάνθηκα. Δύο άνθρωποι. Λιγότερο από εκατό μέτρα μακρυά μου. Διεύρυνα την ακοή μου. Ανάσες.
    Έλα, είπα μέσα στο κεφάλι μου. Έλα.
    Οι δύο άνθρωποι, ο ένας άντρας και η άλλη γυναίκα, ήρθαν πιο κοντά. Έλα, υπέβαλα. Άκουσα σκάψιμο. Σιγανό, αλλά σκάψιμο. Πρέπει να έσκαβαν με τα χέρια τους.
    Έλα, συνέχισα εγώ.
    Λίγο μετά, άκουσα ένα τρίξιμο. Έξυναν την επιφάνεια. Το καπάκι άνοιξε. Ο βραδινός ουρανός ήταν το πρώτο που αντίκρυσα. Το δεύτερο ήταν ο άντρας από πάνω μου. Καστανός, συνηθισμένος. Δεν θα λείψει σε κανέναν και τόσο. Ούτε η επίσης καστανή κοπέλα, της οποίας μόνο το κεφάλι έβλεπα, να με κοιτά με θολά από την υποβολή μάτια.
    Κόψε τον καρπό σου, υπέβαλα. Εκείνος, άρχισε να δαγκώνει τον καρπό του μέχρι να κόψει το δέρμα εκεί και να βγάλει αίμα.
    Κράτα τον πάνω από το στόμα μου.
    Ζεστό αίμα στάλαξε μέσα μου, αρκετό ώστε να πιάσω με το χέρι μου τον καρπό του.

    Τον άδειασα. Και αυτόν, και αυτήν.

    Και είδα τα βραδινά αστέρια να εκρύγνυνται από πάνω μου.

    Σχόλια ΕΔΩ!
    Nïx
    Nïx
    Φύλακας της Δύσης
    Φύλακας της Δύσης


    Αριθμός μηνυμάτων : 3003
    Ημερομηνία εγγραφής : 04/05/2012
    Ηλικία : 30
    Τόπος : King's Landing

    Armory
    : Lannister Lannister

    Μια ιστορία χωρίς τέλος Empty Απ: Μια ιστορία χωρίς τέλος

    Δημοσίευση από Nïx Τετ Σεπ 25, 2013 9:04 pm

    Πέταξα τα σώματα μέσα στο φέρετρό μου και έριξα ξανά χώμα. Γύρω μου οι δρόμοι ήταν ίσιοι και λείοι και γκρι και τεράστιοι, με άσπρα σημάδια πάνω τους και μεγάλες γυαλιστερές ταμπέλες κατά μήκος των δρόμων. Δεν περνούσαν άλογα. Αντίθετα, με εκπληκτική ταχύτητα διέσχιζαν τον δρόμο χρωματιστές... καρότσες, άλλες σε βολβοειδές σχήμα, άλλες πιο τετραγωνισμένες, όλες κλειστές και χωρίς ξύλα ζεύξης. Είχαν κάτι σαν... φανάρια στο μπροστινό και στο πίσω μέρος τους, μα το φως τους δεν είχε καμμία σχέση με το φως των κεριών. Έτρεχαν, κάλπαζαν στην τεράστια ευθεία. Πρώτη φορά έβλεπα σχήματα που να κινούνται με ταχύτητα ανάλογη του είδους μου, και όχι του είδους των ανθρώπων. Από την άλλη, οι άνθρωποι τον τελευταίο καιρό είχαν αρχίσει να με εντυπωσιάζουν με την πρόοδό τους.
    Από τον ουρανό ακούστηκε ένας ήχος: ένα τεράστιο μεταλλικό πουλί έπεφτε. Το ακολούθησα με τα μάτια. Ένα μεγάλο κτίσμα από γυαλί και μέταλλο που δεν είχα ξαναδεί. Μεγάλα φωτεινά γράμματα: "Αεροδρόμιο Ατλάντικ Σίτυ". Έτρεξα ως εκεί. Το μέταλλο από κοντά ήταν θολό. Το έξυσα. Ένα κομμάτι έμεινε στα χέρια μου. Το τσαλάκωσα. Ο ήχος ήταν πιο δυνατός. Πρέπει να ήταν κράμα. Το περιεργάστηκα κάτω από το φως ενός περίεργου φαναριού, με ακόμα δυνατότερο φως.
    "Δεσποινίς;"
    Γύρισα το κεφάλι μου. Ένας μεσήλικας άντρας, ντυμένος στα μπλε, με σκουρόξανθα μαλλιά με κοιτούσε. Κρατούσε κάποιου είδους σκούπα, κρίνοντας από το τελείωμα του ξύλινου λοστού στα χέρια του. Μια μεταλλική τετράγωνη καρφίτσα έγραφε "Γκρεγκ" πάνω στο πέτο του. Υπέθεσα πως αυτό ήταν το όνομά του.
    "Δεσποινίς; Είστε εντάξει;" επανέλαβε. Η φωνή του ήταν κάπως ψιλή για την ηλικία του. Διέκρινα δισταγμό.
    Κοίταξα τον εαυτό μου στο γυαλί του παράξενου αυτού κτίσματος. Υποθέτω θα προκαλούσε περιέργεια το θέαμα μιας νεαρής κοπέλας μισοκαλυμμένης με μούχλα, σκόνη, χώμα και αίμα.
    "Καλησπέρα σας. Ονομάζεστε Γκρεγκ;"
    Ο άντρας έγνεψε θετικά.
    "Μπορείτε να μου πείτε την ώρα;", ρώτησα, παραλείποντας να συστηθώ.
    Ο άντρας κοίταξε τον καρπό του και μου απάντησε. "Δέκα και δέκα."
    "Ημερομηνία;" συνέχισα.
    "Τρεις του Σεπτέμβρη."
    "Και το έτος;"
    Ο άντρας δεν απάντησε αμέσως.
    "Το έτος, κύριε;", επανέλαβα.
    "2013", απάντησε αυτός.
    Σχεδόν εκατό χρόνια.
    "Έχεις χαθεί;" με ρώτησε τότε ο Γκρεγκ. "Μπορώ να σε βοηθήσω; Να τηλεφωνήσεις κάποιον από το κινητό μου;"
    "Από το ποιο;"
    "Από το κινητό μου."
    Το σκέφτηκα λίγο. Προφανώς ο αιώνας που πέρασε έχει τις διαφορές του με τον τωρινό. Και ο Γκρεγκ δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν για μια αποπροσανατολισμένη κοπέλα, τόσο που θα έλεγε κανείς, πως ήταν από άλλον αιώνα.
    Άρχισα την υποβολή.
    Θέλω να με φιλοξενήσεις στο οίκημά σου. Εκεί, θα μου ετοιμάσεις ένα μπάνιο και θα μου βρεις ρουχισμό κατάλληλο της ηλικίας μου και της χρονιάς 2013. Μετά θα μου πεις όλα όσα πρέπει να ξέρει μια εικοσιπεντάχρονη κοπέλα για τον κόσμο γύρω της.








    3 μέρες μετά

    Έφυγα από το σπίτι του Γκρεγκ πρωί πρωί. Θα με έπιανε υπνηλία κάτω από τον ήλιο, ωστόσο είχα μείνει περισσότερο από όσο σκόπευα. Ξεφορτώθηκα το παλιό μου φόρεμα, παρόλο που ήθελα να κρατήσω ένα τέτοιο αριστούργημα της δεκαετίας των '20 και ξεκίνησα χορτάτη, με χρήματα του Γκρεγκ και με βαμβακερά ρούχα και ντένιμ. Αναρωτήθηκα από πότε θεωρείτο το ντένιμ ύφασμα για μία γυναίκα, από την άλλη βέβαια, είχα φορέσει χειρότερα σε ώρες ανάγκης. Ή και καθόλου.
    Πήρα ταξί (κάτι σαν μισθωτή άμαξα) ως το κέντρο του Ατλάντικ Σίτυ. Εκεί, αγόρασα ένα κινητό με πιστωτικές μονάδες πήρα τηλέφωνο τον τηλεφωνικό κατάλογο, όπως μου είπε ο Γκρεγκ.
    "Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;" άκουσα να βγαίνει από το ακουστικό.
    Η πρώτη μου επαφή με κινητό δεν ήταν ευχάριστη. Είχα χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο, σταθερό όπως το αποκαλούσαν τώρα, πίσω στο '20, αλλά αυτό ήταν τελείως διαφορετικό.
    "Καλημέρα, ψάχνω το τηλέφωνο της Ιωάννας Σίμμονς."
    Σύντομη σιωπή.
    "Υπάρχει μια Τζόαν Σίμμονς, κάτοικος Ατλάντικ Σίτυ, Κόττον Στρίτ 1928. Εννοείτε αυτήν;"
    Δεν ήμουν σίγουρη. "Ναι, αυτή. Μπορώ να έχω το τηλέφωνό της;"
    Μου έδωσε έναν δεκαψήφιο αριθμό και μετά με ρώτησε αν θέλει να με συνδέσει. Της είπα ναι.
    Το τηλέφωνο χτύπησε.
    "Παρακαλώ." άκουσα.
    "Ιωάννα;"
    "Ποιος είναι;" με ρώτησε η φωνή. Ο τόνος της άλλαξε με το που την προσφώνησα Ιωάννα.
    "Είσαι η Ιωάννα;" επέμεινα.
    Η απάντηση ήρθε μετά από παρατεταμένη σιωπή.
    "Είμαι η εγγονή της Ιωάννας, Τζόαν."
    Αποφάσισα να της μιλήσω. "Τα παιδιά της Νύχτας πάντα θα θριαμβεύουν."
    Η Τζόαν κατάλαβε. "Περάστε να με συναντήσετε, παρακαλώ." είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

    Μερικές ώρες αργότερα, βρισκόμουν στο κατώφλι του σπιτιού της Ιωάννας Σίμμονς και πλέον της Τζόαν Σίμμονς. Χτύπησα την πόρτα τέσσερις κοφτές φορές. Μετά από λίγο η πόρτα άνοιξε, και μπροστά μου στεκόταν το ζωντανό ομοίωμα της Ιωάννας Σίμμονς, αγέραστο, ψηλό και με τα ίδια πυρρόξανθα μαλλιά και πράσινα μάτια της γενιάς των μαγισσών Σίμμονς.
    "Καλησπέρα. Είσαι η Τζόαν Σίμμονς;"
    Η κοπέλα με περιεργάστηκε και χωρίς να μου πει ποια είναι, άνοιξε την πόρτα της διάπλατα. "Πέρνα μέσα", μου είπε.
    Ξαφνικά ένιωσα να σηκώνεται η πίεση που περιβάλλει το κάθε προστατευόμενο σπίτι στο οποίο δεν έχω προσκληθεί. Το σπίτι αυτό ήταν πλέον ελεύθερο στην διάθεσή μου. Έκανα ένα βήμα και μπήκα μέσα. Η Τζόαν έκλεινε πίσω μου την πόρτα και με αντίκρυσε. Το πρόσωπό της δεν έδειχνε σημάδια φόβου ή άγχους, ούτε και οι χτύποι της καρδιάς της. Με οδήγησε στο σαλόνι της.
    Δεν είχε αλλάξει καθόλου από τότε που το είχα δει τελευταία φορά. Μονάχα ένα νέο τηλέφωνο και μια συσκευή στον τοίχο, που δεν αναγνώριζα.
    "Κάθισε", μου είπε.
    Διάλεξα έναν καναπέ από τους τρεις, και κάθισα.
    "Πως μπορώ να σε βοηθήσω;"
    "Είσαι η Τζόαν;", ρώτησα ξανά.
    "Ναι. Η γιαγιά μου ήταν η Ιωάννα Σίμμονς. Πέθανε μερικά χρόνια πριν."
    "Δεν μπορώ να πω πως λυπάμαι."
    "Μπορώ να φανταστώ.", μου απάντησε. Όλος ο κόσμος του υπερφυσικού γνώριζε πως η Ιωάννα Σίμμονς δεν ήταν συμπαθής άνθρωπος. Ούτε μάγισσα. "Πες μου λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για σένα;"
    "Χαρτιά", της είπα. "Χαρτιά και πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό του Οίκου μου. Και κάτι που μου άφησε η Ιωάννα."
    Η Τζόαν άρχισε να απαριθμεί υπολογιστικά.
    "Για τα χαρτιά θα σε κατευθύνω σε έναν γνωστό μου, ο οποίος με την σειρά του θα σε κατευθύνει σε δικό του γνωστό για τον τραπεζικό λογαριασμό του Οίκου σου. Τίνος Οίκου είσαι;"
    "Αυτό δεν σε αφορά." της απάντησα.
    "Σε ρώτησα επειδή θα πρέπει να δώσεις κάποιες πληροφορίες για σένα στους ανθρώπους με τους οποίους θα σε φέρω σε επαφή."
    "Θα δώσω το όνομά μου σε αυτούς, λοιπόν."
    "Φυσικά. Όσον αφορά αυτό που σου άφησε η Ιωάννα... θα χρειαστεί να μου πεις το Χριστιανικό σου όνομα."
    Το σκέφτηκα λίγο.
    "Υπάρχει απόλυτη εχεμύθεια σε αυτό το σπίτι;"
    Η Τζόαν χαμογέλασε. Ήταν ένα λεπτό χαμόγελο. Τα χείλη της τραβήχτηκαν ελαφρά. "Ναι. Τα μάγια αυτά κρατάνε από το 1835, από την στέγαση της οικογένειάς μας σε αυτό το σπίτι. Δεν μπορώ να μιλήσω για εσένα σε κανέναν. Τα λόγια αυτά που λέμε γεννιούνται και πεθαίνουν εδώ, δεν μπορούν να αναπαραχθούν ξανά."
    Αυτό αρκούσε. "Ονομάζομαι Ισαβέλλα, του Οίκου Γλόστερ."
    Η χτύποι της αυξήθηκαν. Ωστόσο, κράτησε ανέκφραστο το πρόσωπό της.
    "Ακολούθησέ με", είπε και σηκώθηκε.
    Με οδήγησε σε μια κάμαρα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ράφια με βιβλία και αντικείμενα, περισσότερα εκ των οποίων αναγνώριζα καθώς δεν είχαν να κάνουν με αυτόν τον αιώνα.
    Έψαξε αρκετή ώρα γύρω της, μέχρι να βρει αυτό που ήθελε. Δεν μπήκα στον κόπο να την ακολουθήσω. Είχε γυρισμένη την πλάτη της όταν βρήκε αυτό που έψαχνε. Γύρισε προς το μέρος μου με ένα ξύλινο κουτί εγγράφων. Το άνοιξα. Μέσα είχε αυτά που έψαχνα. Ένα πακέτο γράμματα, δύο κλειδιά, το πρώτο μου μενταγιόν από τον οίκο των Πλανταγενέτων και ένα γράμμα από την Ιωάννα Σίμμονς.
    Έκλεισα το κουτί. Θα ασχολούμουν με αυτό αφού έφευγα από εδώ.
    "Σε ευχαριστώ. Μένει τώρα να με φέρεις σε επαφή με τον γνωστό σου". της είπα, βάζοντας το κουτί στην τσάντα που μου έδωσε ο Γκρεγκ.
    Η Τζόαν δεν έκανε ερωτήσεις για το κουτί. Ούτε ρώτησε περισσότερα για εμένα, ή τους σκοπούς μου. Απλά μου έδωσε μερικές διευθύνσεις και τηλέφωνα και με ξεπροβόδισε.
    "Ευχαρίστησε την Ιωάννα, αν επικοινωνήσεις μαζί της", της είπα.
    "Θα το κάνω. Αν χρειαστείς κάτι, πρώτα πάρε τηλέφωνο." Και με αυτά τα λόγια, έκλεισε την πόρτα πίσω μου.
    Στράφηκα προς τον δρόμο. Άνοιξα την τσάντα και ψαχούλεψα μέσα στο κουτί, βγάζοντας το μενταγιόν. Το περιεργάστηκα στον ήλιο. Το μενταγιόν που φτιάχτηκε για τον γάμο μου, αυτό που μου φόρεσε το καθίκι ο Τζον την μέρα του γάμου μας. Τα τρία λιοντάρια γυάλιζαν στο φως της μέρας. Το φόρεσα, αν και δεν το ήθελα. Ωστόσο, ήταν το μόνο που είχα από τότε, μέχρι να βρω τα υπάρχοντά μου.
    Πήρα πάλι ταξί, για να βρεθώ στο κέντρο της πόλης, όπου βρισκόταν η επόμενη επαφή μου. Μετά από αυτό... έπρεπε να πάω... ανατολικά.
    Nïx
    Nïx
    Φύλακας της Δύσης
    Φύλακας της Δύσης


    Αριθμός μηνυμάτων : 3003
    Ημερομηνία εγγραφής : 04/05/2012
    Ηλικία : 30
    Τόπος : King's Landing

    Armory
    : Lannister Lannister

    Μια ιστορία χωρίς τέλος Empty Απ: Μια ιστορία χωρίς τέλος

    Δημοσίευση από Nïx Σαβ Σεπ 28, 2013 3:09 am

    Ο ήλιος ήταν ακόμα στον ουρανό όταν το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο Αεροδρόμιο Χήθροου, όπως ανήγγειλε. Τόσες νέες πληροφορίες, τόσο μεγάλη εξέλιξη. Είχα να πετάξω σχεδόν εκατό χρόνια, και η πρώτη μου φορά μετά από αυτό το διάστημα δεν προερχόταν από την φυσική μου ικανότητα. Αλλά πάλι, το Λονδίνο, και γενικά ο κόσμος συνέχιζε να αναπτύσσεται.
    Το αεροδρόμιο μου φάνηκε τεράστιο. Άλλη μεγάλη αλλαγή: τα μεγέθη. Ωστόσο η φυσική μου αίσθηση προσανατολισμού, ακόμα και ως άνθρωπος ήταν πάντα άριστη. Βρήκα τον δρόμο μου για την έξοδο. Είχα κάνει το διάβασμά μου: Από εδώ έπρεπε να πάρω τον υπόγειο σιδηρόδρομο, κάτι που μου φάνηκε απίστευτα καινοτόμο, και να συνδεθώ με τον σιδηροδρομικό σταθμό. Ωστόσο, κάτι μέσα μου διψούσε για το Λονδίνο. Ίσως ήταν οι χρυσές μέρες που ο Τζον κρατούσε εποχιακή αυλή μέσα στο Λονδίνο, όπως το αποκαλούσαν τώρα. Μάλιστα η αγορά τους ήταν χωρισμένη σε τρία τμήματα, κάτι που υπογράμμισε ξανά την αλλαγή μεγεθών. Θα μπορούσα να τρέξω ως τον προορισμό μου, ωστόσο έπρεπε να αρχίσω να φέρομαι σαν άνθρωπος, όταν έμαθα από τον Γκρεγκ πως η επιστήμη της φωτογραφίας είχε εξελιχθεί τόσο πολύ ώστε η φωτογραφία να έχει συνεχή ροή εικόνας και ήχου και να αναπαριστά με ακρίβεια την πραγματική ζωή. Οι συσκευές αυτές ονομάζονταν βιντεοκάμερες και πλέον αποτελούσαν την κύρια ασφαλιστική προφύλαξη. Το πρόσωπό μου και το σώμα μου μπορούσαν να απαθανατιστούν και να μεταφερθούν χιλιόμετρα μακριά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, με την βοήθεια του παγκόσμιου ιστού, ενός επίσης τελείως νέου μέσου. Έπρεπε να εξοικειωθώ με τον κόσμο του σήμερα. Παίρνοντας την απόφασή μου, κατευθύνθηκα προς την έξοδο των ταξί. Τόσος πολύς κόσμος, τόσο οργανωμένο και κατατοπιστικό κτίσμα. Προσπάθησα να μην κοιτώ σαν μικρό παιδί κάθε καινοτόμο για μένα πράγμα, αλλά να περιεργάζομαι τα πάντα με συνηθισμένο ενδιαφέρον. Το είδος μου οφείλει να τελειοποιεί τέχνες σαν και αυτήν. Ο χρόνος και ο χώρος μπορεί να αλλάξουν δραστικά.
    Ζήτησα από τον οδηγό του ταξί να με πάει στο παλάτι του Μπάκινγκχαμ. Είχα την ευκαιρία να το επισκεφθώ την χρονιά που κατασκευάστηκε για τον Σέφιλντ Μπάκινγκχαμ, το 1703, μερικούς μήνες πριν φύγω οριστικά από την Ευρώπη. Επέστρεψα βέβαια στο τέλος του 19ου αιώνα, αλλά όχι στην Αγγλία. Ένας εξαιρετικός νέος ονόματι Σίγκμουντ Φρόυντ ήταν το πιο καινούριο εύρημα στην επιστήμη της ψυχιατρικής. Τον παρακολούθησα μέχρι το 1900 περίπου, αυτόν και την βιεννέζικη όπερα, με την οποία είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ. Μετά έφυγα ξανά για την Αμερική, από όπου επέστρεφα στην Ευρώπη μόλις σήμερα.
    Περνώντας τους δρόμους, ανασήκωσα το καπέλο που φορούσα, και μετά αποφάσισα να το βγάλω τελείως. Το Λονδίνο του 2013 ξεχείλιζε από ζωή και κίνηση. Τόσο είχε αλλάξει, με τα νέα κτίριά του, τα μαγαζιά του, τους δρόμους, την νέα μόδα, τις τεράστιες οθόνες κι όμως, έμεινε τόσο… ίδιο. Φτάνοντας στο πάρκο Σαίντ Τζέημς, ζήτησα από τον οδηγό να με αφήσει εκεί. Προτιμούσα να περπατήσω την απόσταση. Βγήκα από το ταξί και πήρα μια βαθιά ανάσα. Τα μεγέθη γύρω μου μπορεί να είχαν αλλάξει, ακόμα και στα μεγέθη. Είχα ακούσει πως ο Γεώργιος Δ’ είχε κάνει νέες προσθήκες στο παλάτι, αλλά δεν είχα την ευκαιρία να τις δω. Οι νέες πτέρυγες δέσποζαν στις γωνίες του παλατιού, τόσο έντεχνα ενταγμένες που δεν καταλάβαινες την διαφορά. Αν ήσουν άνθρωπος τουλάχιστον. Ακόμα και από τα 500 μέτρα απόστασης μπορούσα να διακρίνω τα σημάδια φθοράς στην πέτρα και να αναγνωρίσω την εξηντάχρονη σχεδόν διαφορά ηλικίας ανάμεσα στο αρχικό κάστρο και στις προσθήκες.
    Δεν επιχείρησα να μπω. Υπερβολικά πολύς κόσμος, και από ό, τι είδα ξανά, βιντεοκάμερες, και μάλιστα δύο ειδών. Στους εξωτερικούς χώρους υπήρχαν μαύροι γυαλιστεροί γλόμποι, αλλά από την πύλη και, υποθέτω πιο μέσα, υπήρχαν άσπρες, μακρόστενες βιντεοκάμερες. Και φρουροί. Παντού φρουροί της αγγλικής φρουράς, κάνοντας τα πάντα για να επιτύχουν την απόλυτη ακινησία. Μπορούσα να ακούσω τις ανάσες τους, μπορούσα να δω τις απειροελάχιστες μετατοπίσεις βάρους, ή αλλαγές όγκου γύρω τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ακίνητοι. Η ακινησία δεν είναι χαρακτηριστικό των ζωντανών. Μόνο το είδος μου ήταν ικανό στην ακινησία, στην απόλυτη καταστολή οποιασδήποτε σωματικής αλλαγής για χρόνια, για αιώνες…
    Κοίταξα γύρω μου. Αποκλείοντας την επιλογή της επίσκεψης στο Μπάκινγκχαμ, αποφάσισα να συνεχίσω με τον εκσυγχρονισμό μου. Αγόρασα έτοιμο καφέ. Τι ντροπή, θα έλεγε η μητέρα μου, αν μία λαίδη του γένους και της ανατροφής μου αγόραζε οποιοδήποτε είδος τροφής για τον εαυτό της, και μάλιστα, παρασκευασμένο από ξένα χέρια. Ευτυχώς που δεν έζησε καν να δει την ανατολή του 13ου αιώνα. Μία γυναίκα δεν πρέπει να ζει παραπάνω από τον άντρα της για πολύ. Αυτή ήταν η σημαντικότερη συμβουλή που είχε να μου δώσει, είπε, και πέθανε σαν αξιοπρεπής σύζυγος μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα μου, το 1189. Κάποιοι είπαν από μεγάλη θλίψη, και κούνησαν με σεβασμό τα κεφάλια τους στην κηδεία της σεβαστής Χεηγουίζ ντε Μπόμοντ, γυναίκας του Ουίλλιαμ Φιτζ Ρόμπερτ, 2ου Κόμη του Γλόστερ. Εγώ πάλι ήμουν έτοιμη να γελάσω, ακριβώς επειδή θυμόμουν εκείνη την συμβουλή της, την καλύτερη συμβουλή της, όπως μου είχε πει.
    Έκλεισα τα μάτια μου και διεύρυνα την ακοή μου. Ήξερα τι έψαχνα, το είχα ακούσει στο αεροπλάνο και στο Χήθροου πιο έντονα. Ένας οξύς, λεπτός ήχος, λείος σαν κλωστή. Εκεί. Έφερα τον ήχο στο κέντρο της ακοής μου. Δεν ήταν λείος, όσο μεγέθυνα. Ήταν μικροσκοπικά κύματα, ενωμένα. Υπήρχαν άπειρες τέτοιες γραμμές, που αποτελούντα από εξίσου άπειρα μικροσκοπικά κύματα παντού γύρω μου, συνειδητοποίησα. Απομακρύνθηκα από τον ήχο αρκετά ώστε οι γραμμές να ξαναγίνουν λείες. Άνοιξα τα μάτια μου και ακολούθησα τον κοντινότερο ήχο. Δύο τετράγωνα αργότερα, βρέθηκα μπροστά σε μία είσοδο κτιρίου με μια πινακίδα που έγραφε «Υπολογιστές προς χρήση». Έκανα να μπω, αλλά δεν μπορούσα να εισέλθω. Προφανώς το κτίριο αυτό δεν άνηκε στο κράτος αλλά σε ιδιώτη. Χτύπησα την ήδη ανοιχτή πόρτα, κάτι που μου φάνηκε άστοχο, αλλά ήταν ο μοναδικός τρόπος να εισέλθω. Από μέσα διαισθάνθηκα την παρουσία τουλάχιστον 30 ατόμων, ο πιο προσιτός μου στα 15 μέτρα. Η απόσταση αυτή άρχισε να μικραίνει. Τα βήματα ήταν ελαφριά και ο τρόπος βαδίσματος σίγουρα γυναικείος. Μια υγιής, τριαντάχρονη γυναίκα με βαμμένα μαλλιά και αίμα τύπου Α θετικό (αρκετά ασυνήθιστο) θα εμφανιζόταν σε λιγότερο από 8 δευτερόλεπτα μπροστά μου. Πράγματι, η γυναίκα, πιο ψηλή από εμένα, με βαμμένα σκουρόξανθα μαλλιά και ανοιχτά γαλάζια μάτια στάθηκε μπροστά μου.
    «Καλησπέρα σας. Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» με ρώτησε, με μια μαλακή, μέτζο φωνή.
    Στεκόμουν εκεί, προφανώς αδαής για το πρωτόκολλο συζήτησης που εμφανιζόταν μπροστά μου και έπρεπε να ελέγξω.  
    «Καλό σας απόγευμα. Έμαθα πως αυτό είναι το μέρος για να μου δοθεί πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.»
    «Φυσικά. Παρακαλώ, περάστε» μου είπε, χωρίς να χρειαστεί να ζητήσω την άδεια. Ευτυχώς που η κοινωνική μου ακαμψία έκανε την κοπέλα πιο καθοδηγητική και καταδεκτική. Η υποβολή δεν θα με βοηθούσε εδώ. Η μοναδική αδυναμία της ήταν η ανεπάρκειά της να δώσει πρόσβαση στο είδος μου στα σπίτια των ανθρώπων.
    Καθώς η κοπέλα με καθοδηγούσε στην υποδοχή, έβλεπα γύρω μου σειρές από τετράγωνες οθόνες και ορθογώνια μηχανήματα δίπλα τους. Ο κόσμος που καθόταν στις καρέκλες μπροστά από τους υπολογιστές, κοιτούσε με αχανές βλέμμα στις οθόνες του. Μου θύμισε την υποβολή, την υπνωτιστική ιδιότητα που είχαν τα μάτια των ανθρώπων όταν επέβαλα την θέλησή μου πάνω σε αυτούς.
    «Οι υπολογιστές σας έχουν πρόσβαση στον παγκόσμιο ιστό;» ρώτησα την κοπέλα που περπατούσε ένα βήμα πιο μπροστά από εμένα.
    «Φυσικά. Όλα τα καταστήματα παροχής υπολογιστών έχουν πρόσβαση στον ίντερνετ, τοπικό και παγκόσμιο.»
    Φτάνοντας στην υποδοχή, μου έδωσε νούμερο υπολογιστή και με άφησε στην τύχη μου. Εντόπισα τον υπολογιστή που μου δόθηκε και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Στο τέλος της σειράς, βρήκα έναν νεαρό, και πριν κάτσω στον υπολογιστή μου, πήγα πρώτα προς αυτόν. Τον άγγιξα ελαφρά στον ώμο. Αυτός τινάχτηκε ελαφρά, και γύρισε να με κοιτάξει, μετακινώντας τα καστανά μαλλιά του από τα μάτια του για να με δει.
    Θέλω να με ακολουθήσεις εκεί που πηγαίνω και να καθίσεις δίπλα μου, σαν να με γνωρίζεις.
    Ο νεαρός έβγαλε μία ογκώδη συσκευή από τα αυτιά του και με ακολούθησε χαμογελώντας. Έκατσα στην πολυθρόνα, η οποία περιστρεφόταν μάλιστα, και αυτός έκατσε δίπλα μου.
    Θέλω να μου πεις ό, τι γνωρίζεις για την χρήση των υπολογιστών μέσα σε τριάντα λεπτά.
    Ο νεαρός χαμογέλασε πλατύτερα και ήρθε πιο κοντά μου, παίρνοντας την μικρότερη συσκευή στα δεξιά μου στο χέρι του.
    Μισή ώρα αργότερα, πήρα τον νεαρό μαζί μου στο λουτρό, το οποίο μόνο λουτρό δεν ήταν, κάτι που με βοηθούσε πολύ περισσότερο. Κλείδωσα την πόρτα πίσω μου και στράφηκα στο αγόρι δίπλα μου.
    «Πως σε λένε
    «Τόμμι» απάντησε αυτός.
    «Τόμμι, μην κάνεις καθόλου θόρυβο. Δεν θα νιώσεις καθόλου πόνο», είπα, και οι κυνόδοντές μου, ελεύθεροι πλέον βυθίστηκαν λίγο πιο κάτω από την καρωτίδα του. Αίμα, πυκνό και ζεστό, η ίδια η ζωή γέμισε το στόμα μου, τον οισοφάγο μου, το στομάχι μου, όλο μου το σώμα. Ένιωσα να μπαίνει μέσα μου η ουσία της ζωής. Ένιωσα εκστατική.  
    Αποκολλήθηκα, αφού δάγκωσα την γλώσσα μου και άφησα λίγο αίμα στις πληγές του. Τις ένιωσα να κλείνουν. Γύρισα να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Το στόμα μου παρέμεινε καθαρό, η επιδερμίδα γύρω του άσπιλη. Το ίδιο και το δέρμα στον λαιμό του Τόμμι. Το μόνο πράγμα που μαρτυρούσε τι είχε γίνει ήταν τα μάτια μου. Το σμαραγδί της ίριδας γυάλιζε, σαν πετράδι. Ένας του είδους μου θα καταλάβαινε αμέσως ότι είχα τραφεί. Ένας άνθρωπος απλά θα νόμιζε πως είχα μεγάλα, γυαλιστερά μάτια. Γύρισα προς τον Τόμμι.
    «Θέλω να ξεχάσεις την τελευταία ώρα που πέρασε. Ποτέ δεν γνωριστήκαμε. Ποτέ σου δεν με είδες. Αν σε ρωτήσει κανείς, ήρθες εδώ για να ασχοληθείς με τον υπολογιστή σου, στον οποίο θα επιστρέψεις αμέριμνος μόλις βγω από αυτή την πόρτα
    Ο Τόμμι δεν μίλησε. Μονάχα έγνεψε καταφατικά. Ξεκλείδωσα, και βγήκα για να πληρώσω για τον υπολογιστή μου.
    Μόλις βγήκα έξω από το κτίριο, πήρα μια βαθιά ανάσα. Ο κόσμος γύρω μου είχε αλλάξει. Μπορούσα να δω τα αστέρια στον ουρανό, με τον ήλιο ακόμα πάνω. Μπορούσα να ακούσω μια τηλεφωνική συζήτηση χιλιόμετρα μακριά. Άκουγα τον Τάμεση, από την μία άκρη του ως την άλλη. Άκουγα συζητήσεις ανθρώπων, ταυτόχρονα, την μία πάνω στην άλλη. Ο αέρας είχε γίνει ζωντανό πράγμα γύρω μου.

    Τελικά ο Τζόνσον είχε δίκιο. Αν έχεις βαρεθεί το Λονδίνο, έχεις βαρεθεί την ζωή.
    Nïx
    Nïx
    Φύλακας της Δύσης
    Φύλακας της Δύσης


    Αριθμός μηνυμάτων : 3003
    Ημερομηνία εγγραφής : 04/05/2012
    Ηλικία : 30
    Τόπος : King's Landing

    Armory
    : Lannister Lannister

    Μια ιστορία χωρίς τέλος Empty Απ: Μια ιστορία χωρίς τέλος

    Δημοσίευση από Nïx Σαβ Ιαν 25, 2014 10:24 pm

    «Μπορώ να σας προσφέρω κάτι;»
    «Ευχαριστώ, έχω φάει», απάντησα.
    Βρισκόμουν στο γραφείο του Ιερώνυμου. Μια θνητή γραμματέας ήταν στημένη έξω από το γραφείο του. Δεν επέμεινε στην προσφορά της· υποθέτω ήταν εκπαιδευμένη, για να είναι υπάλληλος του Ιερώνυμου.
    «Θα περιμένω για πολύ;» ρώτησα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να με ενοχλεί.
    «Επειδή δεν έχετε κλείσει ραντεβού, δεν ξέρω πόση ώρα…»
    «Πείτε του σας παρακαλώ το όνομά μου. Ισαβέλλα Γ. Είμαι σίγουρη πως θα με δεχτεί άμεσα.» την διέκοψα.
    Εκείνη έγνεψε πειθήνια. Μέσω της ενδοεπικοινωνίας –πόση εξέλιξη χωρούσε σε εκατό χρόνια;– άκουσα την φωνή του Ιερώνυμου. Οι πόρτες εδώ ήταν ηχομονωμένες. Ελάχιστα μπορούσα να ακούσω, μόνο να αισθανθώ την παρουσία του στο άλλο δωμάτιο.
    «Μια κυρία… ή δεσποινίς;» με ρώτησε η γραμματέας.
    Σκέφτηκα να της πω τρις χηρεμένη αλλά δεν θα ταίριαζε με τα χρόνια μου.
    «Δεσποινίς.»
    «Δεσποινίς Ισαβέλλα Γ. ζητά να σας δει».
    «Δεν θυμάμαι κάποια κυρία με αυτό το όνομα» άκουσα την φωνή του Ιερώνυμου. Είχε… γεράσει; 
    Πήγα κοντά στο μηχάνημα.
    «Ιερώνυμε, εγώ είμαι, η Ισαβέλλα. Ανοίγεις σε παρακαλώ;»
    Άκουσα ένα κλικ. Σιωπή. Η πόρτα στα δεξιά μας άνοιξε.
    «Ισαβέλλα», είπε ο Ιερώνυμος και άνοιξε τα χέρια του για να με υποδεχτεί. Τον έφτασα και τον αγκάλιασα.
    «Θα νόμιζε κανείς πως με έχεις ξεχάσει», του είπα.
    «Γερνάω, καλή μου, γερνάω», είπε, και έπνιξα ένα γέλιο. Τι εκπληκτικό θέατρο εκ μέρους του. Τον κοίταξα. Έδειχνε γερασμένος, μα δεν ήταν. Τα ρούχα του υποδείκνυαν κύρος και ηλικία, το ίδιο και το πρόσωπο και η τριχοφυΐα του. Τι φάρσα ανέβαζε καθημερινά για να έρθει στη δουλειά του;
    «Έλα μέσα», μου είπε.
    Έκατσε πίσω από το γραφείο του και μου πρόσφερε μια θέση. Έκλεισε το ακουστικό του χωρίς να χαιρετήσει. Πίσω από την πολυθρόνα του βρισκόταν ένα μικρό ψυγείο πίσω από την ξύλινη επένδυση. Το άνοιξε κι έβγαλε μια στεγανοποιημένη κόκκινη σακούλα.
    «Όχι, σε ευχαριστώ. Έχω μόλις φάει», του είπα. «Θα προτιμούσα απλά να κλείσεις τις κουρτίνες».
    Εκείνος πήρε ένα χειριστήριο στα χέρια του –σαν αυτά της τηλεόρασης του Γκρεγκ– και πάτησε κάτι. Τα στόρια έκλεισαν τελείως και άναψαν τα φώτα του γραφείου. Σηκώθηκα και πήγα στην κάβα του. Έβγαλα ένα λικέρ που μύριζε ωραία και έριξα σε ένα ποτήρι για ουίσκι. Επέστρεψα και έκατσα.
    «Πως είσαι, Ιερώνυμε;» ρώτησα.
    «Εσύ πως είσαι; Έχω να σε δω…»
    «Ενενήντα χρόνια; Ναι.»
    «Που ήσουν;»
    «Στο χώμα», απάντησα. «Με έψαχναν, και ήταν η τελευταία μου λύση».
    «Και δεν μπορούσες να στείλεις ένα μήνυμα;»
    «Δεν έφτασε εδώ ο Ουίλλιαμ;»
    «Ο μικρός σου; Όχι, πρέπει να πέθανε».
    Έτσι φαντάστηκα. Για να μην με βρήκαν, είτε κρυβόταν, είτε τον είχαν βρει και αυτός δεν μίλησε.
    «Φαίνεται πως έχασα ένα πιστό παιδί».
    Ο Ιερώνυμος δεν είχε κάτι να πει. Έτεινε το κεφάλι του.
    «Ενώ εκσυγχρονίζομαι με το περιβάλλον, θα χρειαστώ κάποια πράγματα από σένα».
    «Ό, τι θες», απάντησε.
    «Αρχικά, θα χρειαστώ τα υπάρχοντά μου. Τα κλειδιά του Οίκου μου στο Γλόστερ».
    «Κατοικείται», με διέκοψε.
    «Από ποιόν;»
    «Από τους εν ζωή απογόνους των Γλόστερ».
    «Είναι ανοιχτό για επίσκεψη όπως το Μπάκινχαμ;»
    «Ναι».
    «Υπάρχει κάτι άμεσα δικό μου εκεί;»
    «Κειμήλια», μου απάντησε. Τίποτα ουσιαστικά χρήσιμο για σένα σήμερα. Υπάρχουν ωστόσο κενά διαμερίσματα στο Λονδίνο, στο Σόμερσετ, στην Οξφόρδη...»
    «Όχι στην Οξφόρδη», διέκοψα.
    «Σεβαστό. Στο Κάντερμπερι τότε;»
    «Πολύ κοντά. Θα καταλάβουν ότι είμαι εγώ».
    «Κανείς δεν θα καταλάβει πως ήρθες για να επισκεφτείς τον τάφο σου. Η Ιωάννα θα πρέπει να σου έβγαλε χαρτιά…»
    «Η εμφάνισή μου δεν έχει αλλάξει. Αν τα λάθος άτομα με δουν, 800 χρόνια θα πάνε στον βρόντο. Όχι, το Κάντερμπερι θα είναι μια σύντομη επίσκεψη».
    Εκείνος δεν επέμεινε. «Που, τότε;»
    Το σκέφτηκα λίγο. Ας μην ξεκινούσα από τον δικό μου τάφο.
    «Στο Γουόρστερ», απάντησα. «Αρκετά κοντά στο Γλόστερ, αρκετά μακριά από την Οξφόρδη. Και σίγουρα μακριά από το Κάντερμπερι».
    «Καλώς», απάντησε, σημειώνοντας κάτι.
    «Και ας είναι τυχαίο διαμέρισμα. Αν ανοίξουμε το σπίτι εκεί θα ταράξουμε τα νερά. Αρκεί να έχω τα υπάρχοντά μου».
    Εκείνος τελείωσε τις σημειώσεις του και απαρίθμησε.
    «Τα υπάρχοντά σου βρίσκονται σε τραπεζικές θυρίδες στο Λονδίνο. Κάποια, μικρότερης αξίας βρίσκονται σε μια ιδιωτική αποθήκη στο Μπρίστολ και στο Μπαθ».
    Τα κόκαλα της μητέρας μου θα έτριζαν.
    «Και τα περισσότερα έργα τέχνης, κειμήλια και έπιπλα βρίσκονται στην κεντρική Ευρώπη. Ζυρίχη, Βιέννη, Βέλγιο. Και φυσικά η Δανία…»
    «Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, ναι», τον διέκοψα. «Αυτά ας μείνουν εκεί. Ότι υπάρχει σε αυτό το καταραμένο νησί, να σταλεί στο Γουόρστερ. Εκτός από τα έργα τέχνης. Δεν θα διακινδυνέψω να πέσουν σε ξένα χέρια. Φέρε μου μόνο το πορτραίτο του Τζον, και τον Μποτιτσέλι. Σε περίπτωση που μου συμβεί κάτι…»
    «Θα τα ασφαλίσω ξανά, μην ανησυχείς», απάντησε. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
    Τι σκόπευα να κάνω, αλήθεια; Η αμφιβολία με κατέτρωγε.
    «Αρχικά θα εγκατασταθώ. Το νέο μου όνομα είναι…» είπα, ψαχουλεύοντας την τσάντα μου. Η διαδικασία των φωτογραφιών για τα πιστοποιητικά μου δεν ήταν ευχάριστη. «Κέιτι Ντοκς. Είμαι εικοσιπέντε ετών, εισοδηματίας και όσον αφορά τον κόσμο, ξοδεύω το καταπίστευμα των γονιών μου σε τσέμπαλα και  Μανόλο Μπλάνικ προφέρεται αυτό εδώ;» τον ρώτησα.
    Εκείνος έτεινες στα χαρτιά της Τζόαν.
    «Ναι, Μπλάνικ. Σκέψου τον Φρειδερίκο του Ουίνδσορ για αντιστοιχία».

    «Κάπως δύσκολο», απάντησα. «Δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν».
    «Έχεις ζήσει οκτακόσια χρόνια μόδας».
    «Έστω. Η Κέιτι Ντοκς ψωνίζει Μπλάνικ και κάθεται όλη μέρα. Οι γονείς μου είναι σύμβουλοι της βασιλείας του Μονακό».
    «Τυπικά θεωρείσαι αριστοκρατία. Μπορείς να φερθείς κανονικά… σχεδόν».
    «Ωραία. Αφού εγκατασταθώ θα ψάξω στο νεκροταφείο του Γουόρστερ. Ίσως βρω αυτό που ψάχνω εκεί».
    «Τι ψάχνεις;» με ρώτησε.
    «Κάτι που άνηκε στον Τζον. Το ψάχνουν ακόμα οι έμπιστοί του, το είχα κλέψει. Είχα κρύψει ένα κομμάτι στον τάφο του και ένα στο δικό μου. Και ένα βρίσκεται στο Γλόστερ, στο σπίτι μου. Είπες πως είναι ακόμα ανοιχτό προς επίσκεψη».
    «Ναι. Τι είναι αυτό το αντικείμενο;»
    «Μια συσκευή».
    «Και σε κυνηγάνε για αυτό τόσα χρόνια;»
    «Από τότε που πέθανε ο Τζον από δυσεντερία, ναι».
    «Τι κάνει;»
    «Δεν μπορώ να σου απαντήσω. Πρώτα πρέπει να σιγουρευτώ πως όλα τα κομμάτια βρίσκονται εκεί που τα έχω αφήσει. Δεν πρέπει με τίποτα να πέσουν σε λάθος χέρια».
    «Ποιος σε ψάχνει;»
    «Λανκαστριανοί».
    «Μα ο Τζον…»
    «Ήταν ο Τζον. Δηλαδή θα πουλούσε την Αγγλία για πέντε δεκάρες. Εμένα γιατί με παντρεύτηκε άλλωστε;»
    «Λυπάμαι, δεν εννοούσα…»
    «Μην απολογείσαι. Έχουν περάσει χρόνια. Ο μπάσταρδος δεν είναι τίποτα παραπάνω από στάχτη. Άλλοι είναι αυτοί που με ανησυχούν».
    Περάσαμε λίγη ώρα μέσα σε σιωπή, ο καθένας μας στις σκέψεις του.
    «Ας πηγαίνω», δήλωσα.
    «Μισό λεπτό», είπε.
    Από το κάτω μέρος του γραφείου του έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά.
    «Για τις θυρίδες. Και αυτά εδώ για την αποθήκη. Θα στείλω κάποιον να τα μεταφέρει», είπε. «Μέχρι να φτάσεις, θα σου έχω στείλει την διεύθυνση για το διαμέρισμά σου στο Γουόρστερ. Έχεις κινητό;» με ρώτησε.
    «Με πιστωτικές μονάδες», απάντησα.
    «Ορίστε», είπε, και έβγαλε ένα κουτί από το ντουλάπι στα δεξιά του. Ένα νέο κινητό. Άνοιξα το κουτί. Πάνω είχε κολλημένο το χαρτί με το νούμερό του. «Ο κωδικός είναι 2762. Είναι ασφαλής γραμμή. Μόνο εγώ έχω το νούμερο του. Δώσε μου το παλιό σου».
    Το έδωσα. Εκείνος το έσπασε και το πέταξε στον κάδο.
    «Θα ακολουθήσεις αυτές τις οδηγίες», συνέχισε, γράφοντας κάτι σε ένα χαρτί, «και θα φτάσεις στο Γουόρστερ σε δύο ώρες. Ξέρεις να χρησιμοποιείς υπολογιστή;»
    «Ναι», απάντησα, χαρούμενη που έκανα στάση στο κατάστημα υπολογιστών πριν έρθω εδώ.
    «Ωραία. Θα σε περιμένουν οδηγίες σε έναν υπολογιστή εκεί», είπε, και μου έδωσε το χαρτί που κρατούσε. Έβγαλε έναν φάκελο και τον άνοιξε. Μου έδειξε κάποια χαρτιά τα οποία με καθιστούσαν δικαιούχα στον λογαριασμό μου. Υπέγραψα και το έδωσα πίσω στον Ιερώνυμο.
    «Μέχρι αύριο θα έχεις πρόσβαση στα χρήματά σου», είπε. «Για σήμερα μείνε μέσα». Άνοιξε τα στόρια με ένα κλικ.
    «Σε ευχαριστώ. Δεν θα το ξεχάσω», είπα.

    «Δεν είναι τίποτα», απάντησε.
    «Κάποια στιγμή θα σου τα πω όλα. Απλά πρέπει να εξασφαλίσω την θέση μου», είπα.
    «Το ξέρω, ομορφιά μου», είπε, χαμογελώντας.
    Σηκώθηκα και έτεινα το χέρι μου. «Σε ευχαριστώ, Ιερώνυμε».

    Εκείνος το έσφιξε. «Καλή τύχη, Πλανταγενέτισσα».  

      Η τρέχουσα ημερομηνία/ώρα είναι Πεμ Μαρ 28, 2024 8:51 pm