Πρόλογος
Ο Τύριον ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του μ' ένα χασμουρητό και τεντώθηκε. Τράβηξε τις σκούρες μπλε κουρτίνες και πήδηξε στο πάτωμα. Κοίταξε γύρω του' οι συμμαθητές του κοιμούνταν ακόμα. Ήταν μόλις 6 το πρωί, εξάλλου. Ο Μπρον, στο διπλανό κρεβάτι, ροχάλιζε ελαφρά, κι ο Τύριον αποφάσισε να μην τον ξυπνήσει. Ντύθηκε αθόρυβα και κατέβηκε στο εντευκτήριο του Ράβενκλοου. Δεν έπρεπε να αργήσει στο ραντεβού του.
Ήταν η έκτη του χρονιά στο Χόγκουαρτς, κι ο πατέρας του, ο πανίσχυρος και πάμπλουτος Τάιγουιν Λάνιστερ, ακόμα δεν είχε χωνέψει πώς ο -νάνος- γιος του τον είχε απογοητεύσει ξανά, έχοντας επιλεγεί για το Ράβενκλοου αντί για το Σλίθεριν όπου είχε φοιτήσει ο ίδιος. Ο Τύριον δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο όταν σκέφτηκε πως για τον άλλο του αδελφό, τον Τζέιμι, ο πατέρας τους δεν είχε ποτέ παράπονα. Κι ας είχε επιλεγεί για το Γκρίφιντορ, ενώ η δίδυμή του, η Σέρσεϊ, ήταν η μόνη απ' τα τρία αδέλφια που είχε μπει στο Σλίθεριν.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα από βήματα στις σκάλες που οδηγούσαν στο υπνοδωμάτιο των κοριτσιών. Γύρισε. Η Μελισάνδρα Ασσάι, του ίδιου έτους μ' εκείνον, κατέβαινε τις σκάλες λυγερή, με τα κόκκινα μαλλιά της να ανεμίζουν ελαφρά και το επίσης κόκκινο νυχτικό της να θροΐζει γύρω απ' τους αστραγάλους της.
"Μπα; Ξυπνήσαμε επιτέλους;" την ρώτησε, με ήπια ειρωνεία.
"Ξέρεις πολύ καλά πως δεν κοιμάμαι σχεδόν ποτέ, Λάνιστερ. Η νύχτα είναι σκοτεινή και γεμάτη τρόμους".
Ο Τύριον στριφογύρισε τα μάτια. "Κόφτο, Ασσάι. Σου έχω πει να με φωνάζεις απλά Τύριον".
"Τότε θα με λες κι εσύ Μελισάνδρα. Τι με ήθελες;"
"Όπως επιθυμείς". Έμεινε σιωπηλός καθώς εκείνη βολευόταν στον καναπέ απέναντί του. "Έμαθα πως ο καθηγητής Μπαράθηον σου εμπιστεύτηκε κάτι πολύτιμο. Κάτι πολύ δυνατό".
"Πώς το έμαθες;"
"Είμαι Λάνιστερ, κι οι Λάνιστερ έχουν μάτια κι αυτιά σ' όλη τη σχολή".
Παιδιά του υπουργού. Τι περιμένεις. "Ώστε έτσι. Και γιατί περιμένεις ότι θα στο πω;"
"Γιατί αλλιώς μπορώ πάρα πολύ εύκολα να το καρφώσω στον Σταρκ και να το χάσεις. Και μαζί να χάσεις την εμπιστοσύνη του Στάνις Μπαράθηον". Η Μελισάνδρα χλώμιασε, μα πριν προλάβει να απαντήσει, ο Τύριον συνέχισε: "Άσε που νομίζω πως τα αδέλφια μου το ξέρουν ήδη, και σίγουρα η γλυκιά Σέρσεϊ θα σχεδιάζει να το 'αναφέρει' δήθεν τυχαία στον διευθυντή".
"Τότε γιατί θα τη γλιτώσω αν το πω σε σένα;"
Το αγόρι γέλασε. "Δεν μου φαίνεται, αλλά τα αδέλφια μου μ' ακούνε, έστω κι αν δεν συμφωνούν πάντα μαζί μου. Αν τους πω να μείνουν έξω απ' αυτό, θα το κάνουν. Τουλάχιστον ο Τζέιμι. Για τη Σέρσεϊ δεν μπορώ να εγγυηθώ τίποτα".
Η κοκκινομάλλα ένευσε. "Εντάξει λοιπόν". Έριξε μια ματιά γύρω για να βεβαιωθεί πως δεν κρυφάκουγε κανείς, και ψιθύρισε. "Είναι ένα νοήμον ραβδί. Έχεις ακούσει ποτέ γι' αυτά;"
"Έχω διαβάσει πως έχουν δική τους βούληση".
"Ακριβώς. Κανένας απλός μάγος δεν μπορεί να τα ελέγξει. Ακόμα και διπλωματούχοι δυσκολεύονται. Αλλά εγώ μπορώ".
"Κι ο Στάνις πώς το ξέρει αυτό;"
"Ο Στάνις δεν είναι βλάκας. Μ' έχει δει στα μαθήματα ξορκιών. Ξέρει πως είμαι η καλύτερη στο έτος μας, πως μπορώ να κάνω πράγματα που ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει, ξέρει πως μπορώ να ελέγξω το ραβδί".
"Το οποίο κάνει τι;"
"Δημιουργεί σκιές. Σκιές με ανθρώπινη μορφή που έχουν, όπως κι αυτό, δικιά τους βούληση. Γι' αυτό μου το έδωσε. Για να μάθω να δένω τις σκιές στη δική μου θέληση".
Ο Τύριον έμεινε σκεφτικός. Ένα τέτοιο όπλο θα μπορούσε να κάνει μεγάλο κακό στο σχολείο αν έμενε αφύλακτο. Και φυσικά δεν έπρεπε να μάθει τίποτα ούτε ο διευθυντής αλλά ούτε και το Υπουργείο, που θα επενέβαινε αμέσως με τον ισχυρισμό πως τα παιδιά εκτίθονταν σε σκοτεινή κι επικίνδυνη μαγεία.
"Ο πατέρας μου δεν πρέπει να το μάθει". Ο υπουργός ήταν άριστος γνώστης Διεισδυτικής, και το να κρατήσει κανείς ένα τέτοιο μυστικό απ' αυτόν θα ήταν όχι απλά δύσκολο αλλά σχεδόν αδύνατο.
"Φυσικά και όχι. Είσαι ο μόνος που το ξέρει εκτός απ' τον Μπαράθηον. Πρόσεχε".
Ο νεαρός νάνος έγνεψε καταφατικά. "Πρέπει να μάθω Σφραγισματική".
...To be continued
Σχόλια εδώ
Ο Τύριον ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του μ' ένα χασμουρητό και τεντώθηκε. Τράβηξε τις σκούρες μπλε κουρτίνες και πήδηξε στο πάτωμα. Κοίταξε γύρω του' οι συμμαθητές του κοιμούνταν ακόμα. Ήταν μόλις 6 το πρωί, εξάλλου. Ο Μπρον, στο διπλανό κρεβάτι, ροχάλιζε ελαφρά, κι ο Τύριον αποφάσισε να μην τον ξυπνήσει. Ντύθηκε αθόρυβα και κατέβηκε στο εντευκτήριο του Ράβενκλοου. Δεν έπρεπε να αργήσει στο ραντεβού του.
Ήταν η έκτη του χρονιά στο Χόγκουαρτς, κι ο πατέρας του, ο πανίσχυρος και πάμπλουτος Τάιγουιν Λάνιστερ, ακόμα δεν είχε χωνέψει πώς ο -νάνος- γιος του τον είχε απογοητεύσει ξανά, έχοντας επιλεγεί για το Ράβενκλοου αντί για το Σλίθεριν όπου είχε φοιτήσει ο ίδιος. Ο Τύριον δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο όταν σκέφτηκε πως για τον άλλο του αδελφό, τον Τζέιμι, ο πατέρας τους δεν είχε ποτέ παράπονα. Κι ας είχε επιλεγεί για το Γκρίφιντορ, ενώ η δίδυμή του, η Σέρσεϊ, ήταν η μόνη απ' τα τρία αδέλφια που είχε μπει στο Σλίθεριν.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα από βήματα στις σκάλες που οδηγούσαν στο υπνοδωμάτιο των κοριτσιών. Γύρισε. Η Μελισάνδρα Ασσάι, του ίδιου έτους μ' εκείνον, κατέβαινε τις σκάλες λυγερή, με τα κόκκινα μαλλιά της να ανεμίζουν ελαφρά και το επίσης κόκκινο νυχτικό της να θροΐζει γύρω απ' τους αστραγάλους της.
"Μπα; Ξυπνήσαμε επιτέλους;" την ρώτησε, με ήπια ειρωνεία.
"Ξέρεις πολύ καλά πως δεν κοιμάμαι σχεδόν ποτέ, Λάνιστερ. Η νύχτα είναι σκοτεινή και γεμάτη τρόμους".
Ο Τύριον στριφογύρισε τα μάτια. "Κόφτο, Ασσάι. Σου έχω πει να με φωνάζεις απλά Τύριον".
"Τότε θα με λες κι εσύ Μελισάνδρα. Τι με ήθελες;"
"Όπως επιθυμείς". Έμεινε σιωπηλός καθώς εκείνη βολευόταν στον καναπέ απέναντί του. "Έμαθα πως ο καθηγητής Μπαράθηον σου εμπιστεύτηκε κάτι πολύτιμο. Κάτι πολύ δυνατό".
"Πώς το έμαθες;"
"Είμαι Λάνιστερ, κι οι Λάνιστερ έχουν μάτια κι αυτιά σ' όλη τη σχολή".
Παιδιά του υπουργού. Τι περιμένεις. "Ώστε έτσι. Και γιατί περιμένεις ότι θα στο πω;"
"Γιατί αλλιώς μπορώ πάρα πολύ εύκολα να το καρφώσω στον Σταρκ και να το χάσεις. Και μαζί να χάσεις την εμπιστοσύνη του Στάνις Μπαράθηον". Η Μελισάνδρα χλώμιασε, μα πριν προλάβει να απαντήσει, ο Τύριον συνέχισε: "Άσε που νομίζω πως τα αδέλφια μου το ξέρουν ήδη, και σίγουρα η γλυκιά Σέρσεϊ θα σχεδιάζει να το 'αναφέρει' δήθεν τυχαία στον διευθυντή".
"Τότε γιατί θα τη γλιτώσω αν το πω σε σένα;"
Το αγόρι γέλασε. "Δεν μου φαίνεται, αλλά τα αδέλφια μου μ' ακούνε, έστω κι αν δεν συμφωνούν πάντα μαζί μου. Αν τους πω να μείνουν έξω απ' αυτό, θα το κάνουν. Τουλάχιστον ο Τζέιμι. Για τη Σέρσεϊ δεν μπορώ να εγγυηθώ τίποτα".
Η κοκκινομάλλα ένευσε. "Εντάξει λοιπόν". Έριξε μια ματιά γύρω για να βεβαιωθεί πως δεν κρυφάκουγε κανείς, και ψιθύρισε. "Είναι ένα νοήμον ραβδί. Έχεις ακούσει ποτέ γι' αυτά;"
"Έχω διαβάσει πως έχουν δική τους βούληση".
"Ακριβώς. Κανένας απλός μάγος δεν μπορεί να τα ελέγξει. Ακόμα και διπλωματούχοι δυσκολεύονται. Αλλά εγώ μπορώ".
"Κι ο Στάνις πώς το ξέρει αυτό;"
"Ο Στάνις δεν είναι βλάκας. Μ' έχει δει στα μαθήματα ξορκιών. Ξέρει πως είμαι η καλύτερη στο έτος μας, πως μπορώ να κάνω πράγματα που ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει, ξέρει πως μπορώ να ελέγξω το ραβδί".
"Το οποίο κάνει τι;"
"Δημιουργεί σκιές. Σκιές με ανθρώπινη μορφή που έχουν, όπως κι αυτό, δικιά τους βούληση. Γι' αυτό μου το έδωσε. Για να μάθω να δένω τις σκιές στη δική μου θέληση".
Ο Τύριον έμεινε σκεφτικός. Ένα τέτοιο όπλο θα μπορούσε να κάνει μεγάλο κακό στο σχολείο αν έμενε αφύλακτο. Και φυσικά δεν έπρεπε να μάθει τίποτα ούτε ο διευθυντής αλλά ούτε και το Υπουργείο, που θα επενέβαινε αμέσως με τον ισχυρισμό πως τα παιδιά εκτίθονταν σε σκοτεινή κι επικίνδυνη μαγεία.
"Ο πατέρας μου δεν πρέπει να το μάθει". Ο υπουργός ήταν άριστος γνώστης Διεισδυτικής, και το να κρατήσει κανείς ένα τέτοιο μυστικό απ' αυτόν θα ήταν όχι απλά δύσκολο αλλά σχεδόν αδύνατο.
"Φυσικά και όχι. Είσαι ο μόνος που το ξέρει εκτός απ' τον Μπαράθηον. Πρόσεχε".
Ο νεαρός νάνος έγνεψε καταφατικά. "Πρέπει να μάθω Σφραγισματική".
...To be continued

Σχόλια εδώ