ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΓΟΥΙΝΤΕΡΦΕΛ«Συνέχισε έτσι, η μητέρα σε βλέπει», είπε η Τζοάννα στην μικρότερη αδερφή της, την Μπράννα, που εξασκούνταν στην τοξοβολία. «Κι ο πατέρας σου το ίδιο».
Παρά την ειδοποίηση, το βέλος για ακόμα μια φορά δεν πέτυχε το κέντρο κι έφυγε αρκετά μακριά απ’ τον στόχο , κάνοντας τις αδελφές της να ξεσπάσουν σε γέλια.
«Και ποια από σας ήταν τοξότρια στα οχτώ της?» φώναξε η μητέρα των κοριτσιών, η Εντάρντα, από το μπαλκόνι όπου στεκόταν μαζί με τον σύζυγό της. Ήταν μια ψηλή και δυνατή γυναίκα, με βλέμμα καθαρό και ντόμπρο. Ο Κέιτλ, ο άντρας της, ήταν κοκκινομάλλης με έντονα γαλάζια μάτια. «Συνέχισε, Μπράννα».
«Μη σκέφτεσαι πολύ», συμβούλεψε το μικρότερο κορίτσι η Τζοάννα. «Χαλάρωσε το χέρι σου. Στόχευσε και ρίξε».
Την ίδια στιγμή, ένα άλλο βέλος, πέρασε ξυστά δίπλα απ’ το αυτί της Μπράννας και πέτυχε κατευθείαν στο κέντρο. Ο αδερφός της, Άρυον, που στεκόταν χαμογελαστός πίσω τους, υποκλίθηκε ελαφρά. Η Μπράννα έτρεξε για να τον κυνηγήσει κι εξαφανίστηκαν γελώντας.
Στο μπαλκόνι, μια ηλικιωμένη γυναίκα πλησίαζε τους άρχοντες.
«Αρχόντισσα Σταρκ! Οι φρουροί μόλις γύρισαν απ’ τους λόφους. Έπιασαν μια λιποτάκτρια απ’ την Νυχτερινή Φρουρά».
Η Εντάρντα έγνεψε. «Πες στα κορίτσια να σελώσουν τα άλογά τους. Θα έρθει κι η Μπράννα».
«Μα είναι πολύ μικρή για να δει κάτι τέτοιο», διαμαρτυρήθηκε ήρεμα ο Κέιτλ.
«Δεν θα είναι για πάντα. Ο χειμώνας έρχεται».
Όταν έφτασαν στον τόπο των εκτελέσεων, με την Εντάρντα μπροστά, και πίσω την Ρόμπα, την Μπράννα, τη Τζοάννα που ήταν μπάσταρδη και την προστατευόμενη στο Γουίντερφελ Θέα Γκρέιτζοϊ, δύο φρουροί έφερναν ήδη δεμένη μια γυναίκα, την Γουιλελμίνα, που έκλαιγε λέγοντας χαμηλόφωνα:
«Ήταν οι Λευκοί Οδοιπόροι, ορκίζομαι, τους είδα! Ξέρω πως έσπασα τον όρκο μου και πως είμαι λιποτάκτισσα… αλλά αν μπορέσετε να μεταφέρετε τα νέα στην οικογένειά μου… πείτε τους πως δεν είμαι δειλή. Πως λυπάμαι. Συγχωρέστε με, Αρχόντισσά μου».
Η Εντάρντα αναστέναξε. Ένιωθε οίκτο γι’ αυτή τη γυναίκα αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ξεθηκάρωσε τον Πάγο, το μεγάλο σπαθί της, και το ακούμπησε στη γη, σκύβοντας το κεφάλι.
Η Τζοάννα έσφιξε τον ώμο της Μπράννα.
«Μην κοιτάξεις αλλού. Η μητέρα θα το καταλάβει».
Η Εντάρντα ευτυχώς δεν την άκουσε γιατί ήδη απάγγελνε τα καθιερωμένα λόγια πριν από μια εκτέλεση.
«Στο όνομα της Ρομπέρτα του Οίκου των Μπαράθεον, πρώτης του ονόματός της, Βασίλισσας των Άνταλ και των Πρώτων Ανθρώπων, Αρχόντισσας των Εφτά Ρηγάτων και Προστάτιδας του Βασιλείου, εγώ η Εντάρντα του Οίκου των Σταρκ, Αρχόντισσα του Γουίντερφελ και Φύλακας του Βορρά, σε καταδικάζω σε θάνατο».
Το σπαθί έπεσε μ’ έναν υπόκωφο ήχο. Κι η Μπράννα δεν κοίταξε αλλού.
Η Εντάρντα έβαλε τον Πάγο στο θηκάρι του και γύρισε προς τα παιδιά της.
«Τα πήγες καλά», είπε στη Μπράννα. «Κατάλαβες γιατί το έκανα;»
«Η Τζοάννα είπε πως ήταν λιποτάκτισσα».
«Ναι, αλλά κατάλαβες γιατί έπρεπε να τη σκοτώσω;» Η Μπράννα έγνεψε αρνητικά. «Ο τρόπος μας είναι ο παλιός τρόπος. Αυτός που καταδικάζει πρέπει να ρίχνει και το τελικό χτύπημα. Ένας κυβερνήτης που κρύβεται πίσω από πληρωμένους εκτελεστές σύντομα ξεχνάει τι είναι ο θάνατος».
«Είναι αλήθεια πως είδε τους Λευκούς Οδοιπόρους;»
«Οι Λευκοί Οδοιπόροι έχουν εξαφανιστεί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ένας τρελός βλέπει ό,τι θέλει».
Η Μπράννα κοίταξε την μητέρα της δύσπιστη. Μα εκείνη απέφυγε τη ματιά της μικρής και γύρισε κι ανέβηκε στο άλογό της. Οι κόρες της και η ακολουθία τους έκαναν το ίδιο και ξεκίνησαν όλοι για το κάστρο.
Μόλις ελάχιστα μίλια παρακάτω, αναγκάστηκαν να σταματήσουν από την βαριά αποφορά σήψης που γέμιζε την ατμόσφαιρα. Η προέλευσή της δεν άργησε να φανερωθεί. Ένα αρσενικό ελάφι κοιτόταν νεκρό στο έδαφος, το ένα του κέρατο να λείπει, η κοιλιά του ανοιγμένη και τα εντόσθια βγαλμένα έξω. Μύγες ήδη πετούσαν από πάνω του.
Η Εντάρντα πλησίασε, με τις κόρες της και τη Θέα να ακολουθούν.
«Μπορεί να ήταν λιοντάρι του βουνού;» ρώτησε η Θέα.
«Δεν υπάρχουν λιοντάρια του βουνού σε αυτά τα δάση», απάντησε η Εντάρντα και προχώρησε μπροστά, ακολουθώντας τα ίχνη του αίματος.
Είχαν μπει αρκετά μέσα στο δάσος, όταν ανακάλυψαν τι ήταν αυτό που είχε σκοτώσει το ελάφι. Μια μεγάλη λύκαινα, μεγαλύτερη απ’ το φυσιολογικό, επίσης νεκρή, με το κέρατο του ελαφιού μπλεγμένο στο λαιμό της. Μια μάχη μέχρι θανάτου.
«Είναι ένα τέρας!» αναφώνησε η Θέα.
«Είναι ένας ανταρόλυκος», τη διόρθωσε η Εντάρντα, γονατίζοντας δίπλα στο ζώο. Κοντά στην κοιλιά της λύκαινας τριγύριζαν μερικά κουτάβια. Δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερα από μερικών ημερών.
«Δεν υπάρχουν ανταρόλυκοι νότια του Τείχους», επεσήμανε η μεγάλη κόρη της Εντάρντας, η Ρόμπα. Έμοιαζε πολύ στον πατέρα της, με κοκκινοκάστανα μαλλιά και λαμπερά μπλε μάτια.
«Τώρα είναι πέντε», είπε η Τζοάννα, που σήκωσε ένα από τα κουτάβια και το έδωσε στην Μπράννα να το κρατήσει. Εκείνη ρώτησε:
«Πού θα πάνε; Η μητέρα τους έχει πεθάνει».
«Δεν ανήκουν εδώ κάτω», απάντησε η Εντάρντα. «Καλύτερα ένας γοργός θάνατος. Δεν θα επιβιώσουν δίχως την μάνα τους».
Η Θέα έβγαλε το σπαθί της κι άρπαξε το κουτάβι απ’ την αγκαλιά της Μπράννας για να το σφάξει, όμως η Ρόμπα τη σταμάτησε.
«Μάζεψε το σπαθί σου».
«Παίρνω εντολές από την μητέρα σου, όχι από εσένα».
«Σε παρακαλώ, μητέρα!» ικέτευσε η Μπράννα, θέλοντας να σώσει, και γιατί όχι, να κρατήσει το λυκάκι.
«Λυπάμαι, Μπράννα, δεν γίνεται».
Ήταν η Τζοάννα αυτή που της άλλαξε γνώμη. «Αρχόντισσα Σταρκ; Είναι πέντε κουτάβια, ένα για το κάθε παιδί. Ο ανταρόλυκος είναι το έμβλημα του Οίκου σου.Ήταν γραφτό να τα έχουν».
Η Εντάρντα λύγισε καθώς όλα τα κορίτσια την κοίταζαν. «Θα τα εκπαιδεύσετε μόνες σας. Θα τα ταΐσετε μόνες σας. Και αν πεθάνουν θα τα θάψετε μόνες σας».
Τα παιδιά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συμφωνήσουν. Καθώς τα μεγαλύτερα κορίτσια σήκωναν τα υπόλοιπα κουτάβια, η Μπράννα γύρισε στην Τζοάννα και ρώτησε: «Κι εσύ;»
«Δεν είμαι Σταρκ. Προχώρα». Ετοιμάστηκε να φύγει κι εκείνη, αλλά τότε άκουσε έναν άλλο θόρυβο, κάτι σαν κλάμα ενός μικρού κι ασθενικού ζώου. Γύρισε πίσω και είδε. Ένα μικρό λυκάκι, λευκό με κατακόκκινα μάτια. Ήταν αλμπίνο και μάλλον το είχαν διώξει τα αδέρφια του αλλά εκείνο δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί. Η Θέα γέλασε μόλις το είδε.
«Ένα κουτάβι με ένστικτο επιβίωσης... Πρέπει να είναι δικό σου, Σνόου!»
ΚΙΝΓΚΣ ΛΑΝΤΙΝΓΚΤα πράγματα ήταν ανήσυχα στην πρωτεύουσα. Το Χέρι της Βασίλισσας, είχε πεθάνει μυστηριωδώς λίγες μέρες πριν και τώρα ετοίμαζαν την κηδεία της.
Οι καμπάνες χτυπούσαν απ’ το πρωί, σέπτονς πηγαινοέρχονταν στην αίθουσα με τα πολλά αναμένα κεριά όπου κειτόταν η Αρχόντισσα Άρρυν, με δύο ζωγραφισμένες σαν μάτια πέτρες πάνω στα κλειστά δικά της.
Ο Σέρσεϋ Λάνιστερ, βασιλικός σύζυγος, ένας ψηλός άντρας με κατάξανθα μαλλιά, επέβλεπε τη σκηνή από ένα μπαλκόνι λίγο πιο ψηλά, όταν τον πλησίασε μια γυναίκα ντυμένη με λευκή πανοπλία που του έμοιαζε πάρα πολύ.
«Σαν αδερφή σου πρέπει να σε προειδοποιήσω. Ανησυχείς πάρα πολύ. Φαίνεται».
«Ενώ εσύ ποτέ δεν ανησυχείς για τίποτα», αντέτεινε εκείνος. «Ούτε όταν ήμασταν μικροί στο Κάστερλι Ροκ και πηδούσες στη θάλασσα από ύψος 30 ποδιών δεν φοβόσουν».
Η Τζέιμι γέλασε. «Δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθώ μέχρι που με κάρφωσες στη μητέρα. ‘Είμαστε Λάνιστερ κι οι Λάνιστερ δεν το παίζουν ηλίθιοι’», είπε, μιμούμενη τη φωνή της μητέρας τους.
Ο Σέρσεϋ χαμογέλασε. Θυμόταν καθαρά τη σκηνή. Αλλά σύντομα σοβαρεύτηκε ξανά.
«Κι αν η Τζοάννα Άρρυν μιλούσε σε κάποιον;»
«Σε ποιον;»
«Στη σύζυγό μου».
«Αν μιλούσε στη Βασίλισσα και των δυο μας τα κεφάλια θα ήταν παλουκωμένα στις πύλες της πόλης τώρα. Ό,τι και να ήξερε η Άρρυν πέθανε μαζί της, κι η Ρομπέρτα τώρα θα διαλέξει ένα νέο Χέρι για να κάνει τη δουλειά της ενώ εκείνη θα κυνηγάει αγριογούρουνα και θα τριγυρνάει με πόρνους, κι όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Και η ζωή θα συνεχιστεί».
«Εσύ πρέπει να γίνεις Χέρι», είπε ο Σέρσεϋ με σίγουρο ύφος.
Η Τζέιμι ανασήκωσε τα φρύδια. «Μεγάλο παρελθόν και σύντομες ζωές. Να μου λείπει».
ΓΟΥΙΝΤΕΡΦΕΛΟ Κέιτλ περπατούσε προς το δάσος των θεών, των παλιών θεών που λάτρευε η σύζυγός της και όλος ο Βορράς, με ένα κομμάτι περγαμηνή στα χέρια.
Βρήκε την Νέντα καθισμένη κάτω απ’ το τεράστιο λευκό δέντρο με τα κόκκινα φύλλα και τα κόκκινα σημάδια που φαίνονταν σαν να έκλαιγε αίμα, να γυαλίζει τον Πάγο.
«Τόσα χρόνια έχουν περάσει κι ακόμα νιώθω ξένος όταν έρχομαι εδώ», παρατήρησε.
«Έχεις πέντε βορινά παιδιά», απάντησε χαμογελαστή η Νέντα. «Εννοείται πως δεν είσαι ξένη».
«Δεν ξέρω αν οι παλιοί θεοί συμφωνούν όμως».
«Είναι και δικοί σου θεοί».
Ο Κέιτλ έσκυψε το κεφάλι, σαν να μην ήταν σίγουρος για αυτό. Ύστερα μίλησε.
«Ήρθε ένα κοράκι απ’ το Κινγκς Λάντινγκ. Η Τζοάννα Άρρυν είναι νεκρή. Από πυρετό». Η Νέντα ταράχτηκε. «Λυπάμαι. Ξέρω πως ήταν σαν μητέρα για σένα».
«Η κόρη του αδερφού σου πώς είναι;» ρώτησε η Νέντα, για να αποφύγει να ρωτήσει λεπτομέρειες για τη νεκρή.
«Είναι καλά κι οι δύο, δόξα τους θεούς». Κάθισε κάτω, δίπλα στη γυναίκα του. «Το κοράκι έφερε κι άλλα νέα. Η βασίλισσα έρχεται στο Γουίντερφελ, μαζί με το βασιλιά κι όλους τους υπόλοιπους».
«Για να έρχεται τόσο μακριά, μόνο ένα πράγμα ζητάει», κατέληξε η Νέντα.
«Μπορείς πάντα να αρνηθείς».
«Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο».
Κι έτσι το Γουίντερφελ μπήκε σ’ έναν πυρετό ετοιμασιών, για να είναι όλα τέλεια με τον ερχομό της βασιλικής οικογένειας. Νέα κεριά αντικατέστησαν τα παλιά στους πολυελαίους, τα βαρέλια με το καλύτερο κρασί και μπύρα μπήκαν σε πρώτη θέση στο κελάρι, τα δωμάτια των καλεσμένων εξοπλίστηκαν ανάλογα. Η Αρχόντισσα Τυριάννα Λάννιστερ αγαπούσε το διάβασμα κι έτσι το δωμάτιό της θα είχε περισσότερα κεριά από των άλλων, όπως επίσης αγαπούσε και την μπύρα, κάτι που φαινόταν περίεργο στον Κέιτλ, λόγω του… αναστήματός της.
Τα μεγάλα κορίτσια, η Ρόμπα, η Θέα κι η Τζοάννα, έκοψαν και χτένισαν όμορφα τα μαλλιά τους, σχολιάζοντας την ομορφιά του βασιλιά Σέρσεϋ και το πόσο κακομαθημένη ήταν η μεγάλη κόρη του, ενώ τα μικρότερα παιδιά πλύθηκαν και άφησαν για λίγο τα παιχνίδια τους.
Επιτέλους η μέρα της άφιξης της Ρομπέρτα έφτασε. Η Μπράννα, σκαρφαλωμένη σ’ ένα προπύργιο, ήταν η πρώτη που είδε το καραβάνι να έρχεται από τη στριφογυριστή Βασιλική Οδό, ενώ το ανώνυμο ακόμα κουτάβι της την περίμενε στο έδαφος.
Το κουτάβι ήταν που είδε ο πατέρας της πρώτο καθώς εκείνη κατέβαινε γρήγορα τα ψηλά τείχη του Γουίντερφελ.
«Πόσες φορές σου έχω πει να μην σκαρφαλώνεις;»
Η Μπράννα αγνόησε την αποδοκιμασία, ενθουσιασμένη από τον ερχομό των ξένων. «Η βασίλισσα έφτασε! Έχει εκατοντάδες ανθρώπους μαζί της!» Και πήδηξε στη γη.
Ο Κέιτλ την έπιασε απ’ τους ώμους. «Θέλω να μου υποσχεθείς πως δεν θα ξανασκαρφαλώσεις».
«Το υπόσχομαι», είπε η μικρή, αναστενάζοντας. Ο πατέρας της χαμογέλασε.
«Ξέρεις κάτι; Πάντα κοιτάς τα πόδια σου πριν πεις ψέματα. Άντε βρες τη μητέρα σου. Πες της πως η βασίλισσα κοντεύει».
Κι η Μπράννα απομακρύνθηκε τρέχοντας με το λυκάκι της να την ακολουθεί κατά πόδας.
Η βασίλισσα Ρομπέρτα ήταν μια πανύψηλη, γεροδεμένη γυναίκα, με μεγάλα στήθη κι εξίσου μεγάλη όρεξη. Είχε μαλλιά μαύρα σαν κάρβουνο κι ένα γελαστό πρόσωπο. Ήταν τόσο ψηλή που ακόμα κι ο άντρας της, ο Σέρσεϋ, δίπλα της φαινόταν κοντός. Χαιρέτησε τη Νέντα και τον Κέιτλ με μεγάλη εγκαρδιότητα και το καθένα από τα παιδιά ξεχωριστά με χαρούμενη φωνή και πειράγματα. Ύστερα, σοβαρεύοντας, γύρισε στη Νέντα και της ζήτησε να πάνε στις κατακόμβες για να «υποβάλλει τα σέβη της». Ο Σέρσεϋ πήγε να διαμαρτυρηθεί –εξάλλου ήταν στον δρόμο σχεδόν ένα μήνα-, μα ένα βλέμμα απ’ την σύζυγό του αρκούσε για να σωπάσει.
Καθώς η Ρομπέρτα και η Νέντα απομακρύνονταν, ο Σέρσεϋ κι ο Κέιτλ έπιασαν την κουβέντα, πηγαίνοντας προς τα δωμάτια που είχαν προετοιμαστεί για την βασιλική οικογένεια.
Ο Σάνσορ, δεύτερο παιδί και μεγάλος γιος της Νέντας, φαινόταν ήδη τσιμπημένος με τη μεγάλη κόρη της Ρομπέρτας, τη Τζόφρα, κι όχι άδικα: η κοπέλα είχε παχιά κόκκινα χείλη, καταπράσινα μάτια και χρυσά μαλλιά που της έφταναν μέχρι τη μέση. Παρά το κάπως αλαζονικό της ύφος, αρκούσε ένα χαμόγελο για να κάνει την καρδιά του Σάνσορ να χτυπήσει δυνατότερα. Φυσικά, αυτό δεν διέφυγε της προσοχής του Σέρσεϋ, που αμέσως πρότεινε στον Κέιτλ να συμπεθεριάσουν.
Ο Άρυον από την άλλη, ενδιαφερόταν περισσότερο να δει την Τυριάννα Λάνιστερ, γνωστή και ως «Δαιμόνιο», που για κάποιο λόγο δεν είχε εμφανιστεί με την βασιλική ακολουθία. Εννοείται πως ο Σέρσεϋ δεν άφησε ούτε αυτό να πέσει κάτω, αφού έστειλε αμέσως τη Τζέιμι να βρει την αδερφή τους.
Εντωμεταξύ, στις κατακόμβες όπου θάβονταν οι ευγενείς του Γουίντερφελ, η Ρομπέρτα στεκόταν με σεβασμό μπροστά από το άγαλμα ενός νέου άντρα.
«Δεν του ταιριάζει που βρίσκεται εδώ», σχολίασε ήσυχα. «Έπρεπε να είναι έξω, στον καθαρό αέρα, με τον ήλιο και τ’ αστέρια πάνω του».
«Η θέση του αδελφού μου είναι εδώ, όπως θα είναι κάποτε και η δική μου», απάντησε η Νέντα. Παρόλο που η Ρομπέρτα ήταν βασίλισσα, δεν δίσταζε να πει τη γνώμη της. Δεν μπορούσε καν να διανοηθεί πως θα έπρεπε να την υπακούει τυφλά.
«Έπρεπε να είχα σκοτώσει τη Ραιγκάρυν τρεις φορές γι’ αυτό που έκανε στον Λύαν. Στα όνειρά μου ακόμα το κάνω».
«Οι Ταργκαρύεν είναι νεκροί, Μεγαλειοτάτη».
«Όχι όλοι. Τέλος πάντων. Σε χρειάζομαι».
«Τι εννοείς;»
«Η Τζοάννα Άρρυν πέθανε απροειδοποίητα: τη μια στιγμή ήταν καλά και την άλλη τέζα. Ήταν καλή στη δουλειά της, και καλός άνθρωπος. Μου έμαθε πολλά. Και τώρα που έφυγε, χρειάζομαι εσένα στο Κινγκς Λάντινγκ κι όχι εδώ πάνω. Σε διορίζω Χέρι της Βασίλισσας».
Η Νέντα έμεινε άφωνη. Έπειτα συνήλθε απότομα και γονάτισε μπροστά στη Ρομπέρτα. «Δεν αξίζω αυτή την τιμή».
Η βασίλισσα κούνησε το χέρι. «Δεν προσπαθώ να σε τιμήσω. Απλά σε θέλω για να κρατάς το βασίλειο υπό τον έλεγχό σου ενώ εγώ θα τρώω και θα πίνω μέχρι να πεθάνω πριν της ώρας μου. Σήκω πάνω, πανάθεμά σε». Η Νέντα υπάκουσε. «Με βοήθησες να κερδίσω το Σιδερένιο Θρόνο, τώρα βοήθα με να τον κρατήσω. Θα μπορούσαμε να ήμαστε συγγενείς, αν ζούσε ο αδελφός σου. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι αργά γι’ αυτό. Έχω μια κόρη, έχεις ένα γιο, οπότε θα ενώσουμε τους οίκους μας».
Η Νέντα δεν πρόλαβε να πει τη γνώμη της πάνω σ’ αυτό, μιας και η βασίλισσα γύρισε κι έφυγε χωρίς να την περιμένει.
Η Τζέιμι βρήκε την μικρότερη αδελφή της ακριβώς στο μέρος που φανταζόταν: στο πορνείο. Η Τυριάννα είχε γεννηθεί νάνος, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να είναι το ίδιο «δραστήρια» με τις άλλες γυναίκες. Μπορεί σωματικά να μειονεκτούσε, αλλά είχε ένα βασικό πλεονέκτημα: διάβαζε πολύ. Κι επειδή διάβαζε, είχε και αρκετά υψηλή ευφυΐα. Και γι' αυτό, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς της, ήταν αρκετά αγαπητή στο άλλο φύλο.
Έτσι, όταν η Τζέιμι μπούκαρε στο δωμάτιο, βρήκε την Τυριάννα να χαριεντίζεται με έναν νεαρό κοκκινομάλλη.
«Μήπως πρέπει να σου εξηγήσω το νόημα μιας κλειστής πόρτας σε ένα πορνείο, αδελφή;» ρώτησε ρητορικά και κάπως πειρακτικά.
«Σίγουρα έχεις πολλά να με μάθεις, αλλά ο αδελφός μας επιθυμεί την παρουσία σου».
«Για ποιο λόγο;»
«Οι Σταρκ ετοιμάζουν συμπόσιο για το βράδυ. Μην μ’ αφήσεις μόνη μαζί τους».
«Λυπάμαι, αλλά άρχισα το γλέντι λίγο πιο νωρίς».
«Το βλέπω. Οπότε….» Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Μερικά μισόγυμνα αγόρια μπήκαν μέσα γελώντας κι έτρεξαν κατευθείαν στην Τυριάννα. Σίγουρα δεν τους τραβούσε η εμφάνισή της, σκέφτηκε πικρά η Τζέιμι, αλλά τα λεφτά και η θέση της. «Θα τα πούμε το απόγευμα, μικρή».
«Κλείσε την πόρτα!» ακούστηκε η φωνή της αδελφής της, καθώς η Τζέιμι έβγαινε χαμογελώντας.
ΠΕΝΤΟΣΟ Ντάνυ δεν ήταν χαρούμενος. Η μέρα ήταν όμορφη και η θέα απ’ το δωμάτιό του καταπληκτική, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Για κάποιον άγνωστο λόγο, ήταν ανήσυχος και ένιωθε σαν μιαν αόριστη απειλή να πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Η φωνή της μεγαλύτερης αδελφής του που τον φώναζε τον έβγαλε απότομα απ’ τη μελαγχολία του.
«Κοίταξε!» είπε η Βισέρυα, μια ψηλή κοπέλα με ασημόξανθα μαλλιά και μωβ μάτια, ακριβώς σαν τα δικά του. Κρατούσε έναν όμορφο μεταξωτό μανδύα σε ανοιχτό λιλά χρώμα. «Δώρο από την Ιλλύρια, για το γάμο σου». Ο Ντάνυ πλησίασε διστακτικά. Η αδελφή της σπάνια έδειχνε τόσο ευχαριστημένη. «Άγγιξέ το». Εκείνος υπάκουσε. «Είναι καλή οικοδέσποινα, έτσι;»
«Είμαστε φιλοξενούμενοί του εδώ και πάνω από έναν χρόνο και ποτέ δε ζήτησε τίποτα από μας», είπε ο Ντάνυ, με ένα ύφος σαν να μην πίστευε στην καλοσύνη της Ιλλύριας.
«Δεν είναι χαζή. Ξέρει ότι δεν θα ξεχάσω τους φίλους μου όταν πάρω πίσω το θρόνο μου», απάντησε χαμογελαστά η Βισέρυα. Μα το χαμόγελο χάθηκε απότομα απ’ το πρόσωπό της όταν πρόσεξε καλύτερα τον αδερφό της. Ήταν πάντα μικροκαμωμένος και ίσα που την έφτανε στο ύψος. «Είσαι ακόμα άκομψος. Και καμπουριάζεις. Κάνε πίσω τους ώμους. Έχεις γίνει ολόκληρος άντρας, μην κρύβεσαι».
Με μια κίνηση, έλυσε την τουνίκα του Ντάνυ και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Επιθεώρησε για λίγο το στέρνο και την κοιλιά του κι έπειτα έγνεψε επιδοκιμαστικά.
«Θέλω να είσαι τέλειος σήμερα. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Για μένα;» Ο Ντάνυ δεν κατάφερε ν’ ανοίξει το στόμα του και να απαντήσει, φοβισμένος καθώς ήταν. «Δεν θες να ξυπνήσεις το δράκο, έτσι;»
«Όχι». Να ξυπνήσει το δράκο. Έτσι ονόμαζε η Βισέρυα τις κρίσεις θυμού της. Τώρα όμως, εκείνη ένευσε ξανά κι απομακρύνθηκε ενθουσιασμένη.
«Όταν θα γράφουν την ιστορία της βασιλείας μου, γλυκέ μου αδελφέ, θα λένε πως ξεκίνησε σήμερα».
Και τον άφησε μόνο στο δωμάτιο. Πίσω του η μπανιέρα άχνιζε από το καυτό νερό που μόλις είχαν φέρει οι υπηρέτες. Ο Ντάνυ ξεφορτώθηκε και τα υπόλοιπα ρούχα του και βούτηξε. Το καυτό νερό πάντα τον έκανε να νιώθει… καθαρός.
Μόλις λίγες ώρες αργότερα, στεκόταν με την αδελφή του και την Ιλλύρια, μια παχιά καλοστεκούμενη γυναίκα γύρω στα σαράντα, στην είσοδο του αρχοντικού, φορώντας τον καινούριο μανδύα πάνω από τα καλά του ρούχα. Η Βισέρυα φαινόταν ανυπόμονη.
«Πού είναι πια;» έκανε, απευθυνόμενη στην Ιλλύρια.
«Οι Ντοθράκι δεν φημίζονται για την τυπικότητά τους», εξήγησε εκείνη, μα δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση της, όταν πέντε ή έξι άλογα ανέβηκαν καλπάζοντας το δρομάκι πίσω απ’ τον κήπο και μπήκαν στην αυλή. Η Ιλλύρια υποδέχτηκε τους αναβάτες τους στη γλώσσα τους κι έπειτα παρουσίασε τους φιλοξενούμενούς της στην αρχηγό των αναβατών.
«Από δω η Βισέρυα, του Οίκου των Ταργκαρύεν, η τρίτη του ονόματός της, νόμιμη βασίλισσα των Άνταλς και των Πρώτων Ανθρώπων, και ο αδελφός του, Νταινέρυς του Οίκου των Ταργκαρύεν».
Ο οποίος Ντάνυ ήταν αρκετά απασχολημένος κοιτάζοντας την αρχηγό, μια ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα με πολύ μακριά μαύρα μαλλιά και ντυμένη με δερμάτινα ρούχα.
«Ξέρεις γιατί είναι τόσο μακριά τα μαλλιά της;» της ψιθύρισε η Βισέρυα. «Οι Ντοθράκι κόβουν τα μαλλιά τους μόνον όταν χάνουν στη μάχη, για να βλέπει όλος ο κόσμος την ντροπή τους. Η Καλίσι Ντρόγκα δεν έχει ηττηθεί ποτέ. Εντάξει, είναι βάρβαρη, αλλά είναι από τις καλύτερες φόνισσες του κόσμου. Κι εσύ θα γίνεις ο βασιλιάς της».
Εκείνη τη στιγμή, η Ιλλύρια γύρισε και τον φώναξε. Ο Ντάνυ πλησίασε με αργά βήματα, λίγο φοβισμένα, λίγο διστακτικά, και τελικά στάθηκε ακριβώς μπροστά στο άλογο της Ντρόγκα.
Αυτή τον κοίταξε για λίγο, κι έπειτα σπιρούνισε το άλογο κι έφυγε μαζί με τις ακολούθους της.
«Μα πού πάει;» φώναξε η Βισέρυα. «Δεν είπε τίποτα!»
«Η τελετή τελείωσε», είπε απλά η Ιλλύρια.
«Κιόλας; Της άρεσε δηλαδή;»
Η μεγαλύτερη γυναίκα γέλασε κοφτά. «Αν δεν της άρεσε, δεν θα ζούσαμε τώρα». Τους απομάκρυνε απ’ την αυλή. «Πλέον δεν θα πάρει πολύ. Σύντομα θα περνάτε την Στενή Θάλασσα και θα πάρετε πίσω το θρόνο της μητέρας σας. Ο λαός σας περιμένει και προσεύχεται για την επιστροφή σας».
Ο Ντάνυ δεν το πίστευε αυτό, αλλά η Βισέρυα φαινόταν αρκετά ευχαριστημένη για να πει κάτι τέτοιο μπροστά της.
«Πότε θα παντρευτούν;» ρωτούσε τώρα.
«Σύντομα. Οι Ντοθράκι ποτέ δεν παραμένουν έτσι για πολύ».
«Αληθεύει πως πάνε με τα άλογά τους;»
«Δεν θα ρώταγα την Καλίσι Ντρόγκα γι’ αυτό».
«Νομίζεις πως είμαι ηλίθια;»
«Νομίζω πως είσαι βασίλισσα. Οι βασιλιάδες γενικά στερούνται της προσοχής ενός κοινού ανθρώπου. Ζητώ συγνώμη αν σας προσέβαλα».
Αυτή η απάντηση φάνηκε να αρέσει στην Βισέρυα. «Ξέρω πώς να χειριστώ κάποια σαν την Ντρόγκα. Της δίνω έναν βασιλιά, μου δίνει ένα στρατό».
«Δεν θέλω να γίνω βασιλιάς της», πετάχτηκε ο Ντάνυ. «Θέλω απλά να πάω σπίτι», συμπλήρωσε όταν είδε τα έκπληκτα βλέμματα της αδελφής και της οικοδέσποινάς τους.
«Κι εγώ», είπε ήρεμα η Βισέρυα. «Αλλά δεν μπορούμε να πάμε σπίτι, γιατί μας το πήραν. Οπότε, θα πάμε σπίτι με έναν στρατό. Με τον στρατό της Καλίσι Ντρόγκα». Ο τόνος της γινόταν όλο και πιο απειλητικός με κάθε λέξη. «Θα άφηνα όλη της τη φυλή να σε πάρει, και τις σαράντα χιλιάδες, και τα άλογά τους, αν χρειαζόταν». Ο Ντάνυ την κοίταξε για μια στιγμή τρομοκρατημένος, μα η Βισέρυα τον φίλησε απαλά στο μέτωπο κι απομακρύνθηκε.
To be continued...
Σχόλια εδώ